Ο Πρωτάρης στα Βαλκάνια και στην Κεντρική Ευρώπη

voyager2007

Μέλος
Όνομα
Ζήσης
Μοτό
Honda xl 700v (transalp) 2008
Δυο χρόνια σκάρτα μοτοσυκλετιστής. Η ιδέα μου τριβέλιζε το μυαλό πολλά χρόνια, διαβάζοντας διαφορά ταξιδιωτικά, ποτέ όμως δεν προχώρησα στο μεγάλο βήμα. Θέλεις γιατί δεν είχα ποτέ μοτοσυκλέτα, θέλεις γιατί μου έλλειπε το δίπλωμα, θέλεις οι δουλειές και τόσοι άλλοι λόγοι, μου απέτρεπαν από την απόφαση αυτή. Τελικά το καλοκαίρι του 2022 βρίσκομαι με μια Transalp 700 του 2008 και τρεις μήνες μετά, με το δίπλωμα στο χέρι. Σε ενάμιση χρόνο 40.000 χλμ σε όλη την Ελλάδα. Αυτό που με γοήτευε όμως ήταν να περάσω τα σύνορα. Η διεθνής συγκέντρωση Transalp του 2023 έγινε στο Ελατοχώρι Πιερίας και συμμετείχα ως μέρος του Hellas Transalp Club και με το που τελείωσε, είπα στον εαυτό μου ότι στην επόμενη θα ήμουν εκεί οπουδήποτε κι αν γινόταν. Αρχές του 2024 λοιπόν, ήρθε η ειδοποίηση. Βέλεμ Ουγγαρίας. Ένα μικρό γραφικό χωριουδάκι, στα σύνορα ακριβώς με την Αυστρία. Η συμμετοχή δεν θα ήταν μεγάλη, εγώ όμως είχα ήδη πάρει την απόφασή μου. Δήλωση συμμετοχής, αποδοχή και συζήτηση με τον Κώστα που θα πήγαινε και αυτός, αλλά ακόμη δεν ξέραμε για άλλους. Εγώ θα πάω ακόμη και μόνος μου, έλεγε. Και εγώ θα είμαι εκεί, άρα θα είμαστε τουλάχιστον δυο, του απαντούσα. Η μηχανή μου, μπήκε σε πρόγραμμα συντήρησης και προετοιμασίας, καθώς ετοιμάζομαι και για άλλο ταξίδι, πιο μακρινό, για το οποίο, με το καλό, όταν ολοκληρωθεί, θα γράψω επίσης ένα οδοιπορικό. Συντήρηση στις μπροστινές αναρτήσεις, δισκόπλακες, ψυγεία και λοιπό σύστημα ψύξεως, λάστιχα, λάδια, φίλτρα, υγρά, φρένα, ντίζες, μπαταρία, αλυσογράναζα, ηλεκτρικό σύστημα αυτό το άτιμο, ένα μήνα περίπου πριν την αναχώρηση άρχισε κόλπα. Να κόβει το γκάζι και ενίοτε να σβήνει εν κινήσει. Ο Παναγιώτης ο μηχανικός μου με καθησύχασε: είναι κάτι ηλεκτρικό. Άφησέ την θα την τσεκάρω αρκετές μέρες τμήμα - τμήμα. Τελικά το πόρισμα έλεγε ότι γινόταν επαφή με το πλαίσιο σε δυο σημεία. Πράγματι, αμέσως μετά κανένα πρόβλημα. Έφταναν λοιπόν τα Πάσχα και η ημέρα αναχώρησης, αμέσως μετά. Τέσσερις θα κινούμασταν προς Βέλεμ. Οι δυο θα έφευγαν τη Δευτέρα του Πάσχα με σκοπό η πρώτη διανυκτέρευση να γίνει στα Σκόπια στη Γευγελή. Εγώ λόγω υποχρεώσεων θα έπρεπε να κινηθώ από την Τρίτη του Πάσχα και μετά, όποτε θα ταξίδευα σερί 1200χλμ μέχρι το Νόβισαντ στη Σερβία. Ο Γιώργος από τη Λαμία αποφάσισε να ακολουθήσει εμένα. Όποτε όλη η ομάδα θα έσμιγε εκεί, αφού ο Κώστας και ο Θοδωρής θα έφευγαν μια μέρα πριν. Ώρα λοιπόν να δούμε τα μέλη της dream team:


(Εικόνα1: Κώστας the team leader - the law με Transalp 700, Ο Κώστας με αρκετά χρόνια εμπειρίας και ταξίδια στο εξωτερικό)



(Εικόνα 2: Ο Θοδωρής Doros Syros - el professor με Honda varadero και τεράστια εμπειρία σε ταξίδια με μοτοσυκλέτα σε όλο τον κόσμο)


(Εικόνα 3: Γιώργος George Tria - the producer, με Transalp 700, πολλά χρόνια μοτοσυκλετιστής, αλλά η πρώτη του φορά στο εξωτερικό)


(Εικόνα 4: εγώ Ζήσης the voyager (τρομάρα μου) the newbie, με Transalp 700, πρώτη φορά με μηχανή στο εξωτερικό)

Ήρθε λοιπόν το Πάσχα και η Δεύτερη μέρα όπου στις 09:30 το πρωί τα δυο πρώτα παιδιά, ο Κώστας με τον Θοδωρή ξεκινούσαν το ταξίδι με ραντεβού στα ΣΕΑ μετά τα πρώτα διόδια των Αφιδνών. Ο Γιώργος πρότεινε να με φιλοξενήσει το βράδυ της Δευτέρας στη Λαμία, ώστε την Τρίτη να ξεκινήσουμε πρωί πρωί από εκεί και να μη χρειαστεί να φύγω από τις τέσσερις τα χαράματα της τρίτης. Έτσι πράγματι, τη Δευτέρα, το απόγευμα, αποχαιρετούσα τη Σοφία και τον Στέργιο, με ένα σφίξιμο στο στομάχι και μια διστακτικότητα και έχοντας ήδη φορτώσει τη μοτοσυκλέτα, κατά τις 18:30 έφευγα για Λαμία. Ο καιρός ήταν θαυμάσιος και ήδη έβλεπα τις πρώτες φωτογραφίες των παιδιών, που το απόγευμα είχαν φτάσει στη Γευγελή.


(Εικόνα 5: Ο Θοδωρής και ο Κώστας έτοιμοι να ξεκινήσουν)


(Εικόνα 6: Ο Κώστας ενθουσιασμένος με την αναχώρηση, αν και όπως μου εκμυστηρεύτηκε ένιωθε κάπως περίεργα και αυτός την προηγούμενη ημέρα)


(Εικόνα 7: Οι μοτοσυκλέτες των παιδιών έτοιμες να καταπιουν χιλιόμετρα)


(Εικόνα 8: Γευγελή μόλις έφτασαν τα παιδιά)


(Εικόνα 10: Οι πρώτες μπύρες εκτός Ελλάδας από τον Κώστα και τον Θοδωρή. Θα ακολουθήσουν αμέτρητες)


(Εικόνα 11: Γευγελή)


Η αγωνία στο κατακόρυφο. Ο Γιώργος και η Αργυρώ με υποδέχτηκαν απίστευτα φιλόξενα και κατάφερα να χαλαρώσω στο τραπέζι με το φανταστικό κρασί του Γιώργου (the Producer) και τις υπέροχες νοστιμιές της Αργυρώς. Χίλια ευχαριστώ για τη φιλοξενία παιδιά!!!

Ξύπνησα στις 05:10 το πρωί. Τα πόδια μου τεντωμένα και έτοιμα να ανέβουν στην κόκκινη αμαζόνα που περίμενε υπομονετικά φορτωμένη, έτοιμη να υπακούσει στο κούμπωμα της πρώτης ταχύτητας και να ξεχυθεί στο δρόμο για να καταπιεί τα 4.033 χλμ που θα ακολουθούσαν αυτή και τις υπόλοιπες μέρες του ταξιδιού. Η πρώτη μέρα πάντως θα ήταν αρκετά φορτωμένη σε χιλιόμετρα.

(Εικόνα 12: Η πρώτη μέρα του ταξιδιού, με τη διαφορά ότι η αφετηρία ήταν λίγο πριν τη Λαμία)

Το πρωινό δεν ήταν πολύ κρύο, φόρεσα καλοκαιρινό εξοπλισμό, με ένα φλις από μέσα, φόρτωσα τον έναν σάκο ταξιδιού που χρειάστηκα για την παραμονή μου εκεί και ήμουν έτοιμος. Το ίδιο και ο Γιώργος.

Τα πρώτα χιλιόμετρα ήταν αναγνωριστικά, ο Γιώργος πήγαινε μπροστά και εγώ ακολουθούσα για να βγούμε από τον επαρχιακό δρόμο. Δεν είχαμε πιει καφέ, όμως τόσο ο ενθουσιασμός, όσο και η ανάγκη να καλύψουμε τα πρώτα χιλιόμετρα από το σύνολο των 1.100 περίπου της πρώτης μέρας, μας έκανε να ορμήσουμε στην εθνική οδό, χαζεύοντας τα χρώματα της γλυκιάς χαραυγής και νιώθοντας τα χάιδεμα του ανοιξιάτικου πρωινού αέρα πάνω από το μπουφάν. Τράβηξε λίγο παραπάνω η πρώτη κίνηση με αποτέλεσμα να πιούμε τον πρωινό μας καφέ στη Σκοτίνα Πιερίας, με θέα τις επιβλητικές κορυφές του Ολύμπου. Μια μεγάλη μέρα μόλις ξεκινούσε, το άγχος και τα ερωτηματικά μέσα μου πολλά. Θα τα κατάφερνε η μηχανάρα μου; Μήπως μπερδευτώ εκεί έξω, μήπως κάνω κάτι λάθος, η μήπως κουραστώ και δεν μπορώ να βγάλω τη διαδρομή και όλα αυτά τα ερωτήματα του πρωτάρη.


(Εικόνα 13: Τα θηρία έτοιμα να κατατροπώσουν τους δρόμους)


Ανεβήκαμε στις μηχανές και ξαναξεκινήσαμε. Περάσαμε την Κατερίνη, και αμέσως μετά τα Μάλγαρα και ενώ ο ήλιος ήδη είχε ανεβεί, πήραμε το δρόμο για το συνοριακό πέρασμα των Ευζώνων. Ο δρόμος δεν ήταν ιδιαίτερα καλός στην κίνηση προς τα σύνορα. Σπασίματα, αυλακώσεις από τα φορτηγά κλπ. Η διάβαση προς τα Σκόπια ήταν σχετικά εύκολη. Έλεγχος στην Ελληνική πλευρά και αντίστοιχα από τη σκοπιανή. Χρειάστηκε μόνο να δείξουμε τα διαβατήρια και την πράσινη κάρτα. Αμέσως μετά βάλαμε βενζίνη σε ιδιαίτερα χαμηλή τιμή, ενώ εντύπωση μου προκάλεσε το γεγονός ότι όλοι μιλούσαν ελληνικά, ενώ στα ελληνικά ήταν και οι περισσότερες επιγραφές, δείγμα του μεγάλου αριθμού επισκεπτών που δέχεται το μέρος εδώ, τόσο για το καζίνο, όσο και εξαιτίας των σημαντικά πιο συμφερουσών τιμών σε σχέση με την Ελλάδα.

Ήμουν πλέον εγώ μπροστά πρώτη μηχανή, οπότε καθόριζα το ρυθμό πορείας, ενώ ο Γιώργος μου έδινε πλάτη στις προσπεράσεις. Ο δρόμος και εδώ με πολλά σπασίματα, μας ταξίδευε κατά μήκος της κοιλάδας του Αξιού, ο οποίος, όπως μια αρτηρία σε ένα ανθρώπινο σώμα, υδροδοτεί τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις της περιοχής. Η κοιλάδα μέχρι τις Σιδηρές Πύλες ιδιαίτερα κλειστή και όμορφη. Αμέσως μετά, ο χώρος άνοιγε και ξεκινούσε ο πεδινός διάδρομος που οδηγεί στην κεντρική Ευρώπη, με το πράσινο χρώμα να κυριαρχεί στο τοπίο. Η ώρα είχε φτάσει 12:00 (τα Σκόπια είναι μια ώρα πίσω) και ο ήλιος είχε ανέβει στο μέγιστο σημείο, γεγονός που σε συνδυασμό με την ιδιαίτερα ζεστή μέρα, άρχισε να δυσκολεύει την οδήγηση.


(εικόνα 14: στους δρόμους των Σκοπίων)


(Εικόνα 15: στους δρόμους των Σκοπίων)


(Εικόνα 16: στους δρόμους των Σκοπίων)


Στάση έξω από το Κουμάνοβο και λίγο πριν περάσουμε τα σύνορα. Φουλάραμε τις μηχανές με εξίσου φθηνή βενζίνη όπως και στη Γευγελή και καθίσαμε για καφέ. Εγώ έμεινα στην ασφαλή επιλογή του καπουτσίνο, ενώ ο Γιώργος που ζήτησε έναν παγωμένο εσπρέσο, του ήρθε ένα φλιτζάνι με εσπρέσο και παγάκια. Δεν είχα όρεξη για φαγητό, ίσως το τραπέζι το προηγούμενο βράδυ, ίσως το γεγονός ότι το στομάχι ήταν ακόμη σφιγμένο, δεν ξέρω, αν και είχα ξεπεράσει το στάδιο του προβληματισμού και είχα αρχίσει να απολαμβάνω τη διαδρομή. Είχαμε καλύψει περίπου 700χλμ και έμεναν ακόμη άλλα 500 χονδρικά, μέχρι τον σημερινό μας προορισμό το Νόβισαντ και τη σύζευξη με την υπόλοιπη ομάδα.

(Εικόνα 17: Στάση στο Κουμάνοβο)


Ξανανεβήκαμε στις μοτοσυκλέτες και αρχίσαμε την κίνηση προς το πέρασμα των συνόρων στην περιοχή Tavanovce tων Σκοπίων, σε λίγο φτάσαμε εκεί και διαπιστώσαμε ότι το πέρασμα δεν είχε έλεγχο από τους σκοπιανούς, επομένως φτάσαμε αμέσως και χωρίς καθυστέρηση στο συνοριακό σταθμό για την είσοδο στη Σερβία. Ο έλεγχος ήταν και εκεί σχετικά γρήγορος, ιδιαίτερα μόλις διαπίστωσαν οι υπεύθυνοι ότι είμαστε από την Ελλάδα. «Χριστός Βακράτσε» τους είπα και χαμογέλασαν.


Με την είσοδο στη Σερβία, καταλαβαίνει κανείς άμεσα, τη διαφορετικότητα του κράτους σε σχέση με τα Σκόπια. Οι δρόμοι υπέροχοι, καλύτερη οργάνωση και εικόνα στις κατοικημένες περιοχές και γενικά η εντύπωση ενός σύγχρονου κράτους, με φανερή όμως την απουσία της Ευρώπης από αυτό. Κινέζικες κατασκευαστικές που όμως είχαν κάνει πολύ καλή δουλειά σε τούνελ, γέφυρες κλπ. Το τοπίο εξακολουθούσε να είναι καταπράσινο, η κίνηση περισσότερο αυξημένη και ο Γιώργος να μου δίνει συνεχώς πλάτη για να προσπερνούμε τις νταλίκες που ήταν αρκετές πια. Τσιμπούσα λίγο την ταχύτητα σε σχέση με το επιτρεπόμενο όριο το οποίο ήταν στα 130χλμ/ω και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι κρατούσα τον ρυθμό με τη βοήθεια του gps το οποίο έδειχνε πάντα 6χλμ/ω λιγότερο από το κοντέρ της Τρανσαλπ, έβλεπα στα όργανα μια ταχύτητα περίπου 140-145 χλμ/ω, ενώ η αμαζόνα με τον γλυκό ήχο του κινητήρα της ήταν σα να έλεγε δώσε μου κι άλλο. Σε λίγο φάνηκε στα δεξιά μας η Νις, η Τρίτη μεγαλύτερη πόλη της χώρας την οποία προσπεράσαμε χωρίς στάση. Είχα στο μυαλό μου ένα πέρασμα μέσα από το Βελιγράδι, μιας και είχα χρόνια πολλά να το επισκεφτώ, αλλά ο χρόνος πλέον δεν υπήρχε. Κάναμε στάση λοιπόν περίπου 20 χλμ πριν, πάνω στην εθνική, με σκοπό να ανεφοδιαστούμε σε βενζίνη, να φάμε κάτι και να συνεχίσουμε. Με το που βάλαμε βενζίνη (ακριβότερη από τα Σκόπια, αλλά φθηνότερη από την Ελλάδα), σταματήσαμε στο πάρκινγκ και δίπλα μας στάθηκε ένας νεαρός με ένα CF Moto 800 από Ελλάδα. Μας είπε ότι του τη βάρεσε σήμερα και πρωί – πρωί ανέβηκε στη μηχανή με σκοπό από την Πάτρα που ξεκίνησε να βγει στη Βουδαπέστη. Δύσκολο του λέω. Ε, τότε ίσως σταματήσω στο Νοβισαντ και εγώ μας είπε. Να βρεις κατάλυμα που να έχει παρκινγκ για τη μηχανή του είπα. Χαιρετηθήκαμε και βγήκαμε στο δρόμο και πάλι.


(Εικόνα 18: Η είσοδος στη Σερβία)


Τα πρώτα σύννεφα έκαναν την εμφάνισή τους και μαζί με αυτά οι πρώτες σταγόνες βροχής. Ο Ουρανός φαινόταν αρκετά φορτωμένος ιδιαίτερα προς την κατεύθυνση που πηγαίναμε. Ο Γιώργος μου παίζει τα φώτα και μπαίνουμε σε πάρκινγκ για να φορέσουμε αδιάβροχα. Πράγματι μετά από λίγο άρχισε μια καλή βροχή. Αισθανόμουν ανακουφισμένος από την προτροπή του Γιώργου, μιας και όπως είπα, φορούσα διάτρητο εξοπλισμό και χωρίς αδιάβροχο μάλλον θα έβρισκα ψάρια κάτω από τη στολή από το νερό που θα είχα πάνω μου και βέβαια δεν είχα καμιά όρεξη με το που φτάσουμε να αρχίσω να απλώνω ρούχα. Το τοπίο είχε γίνει απόκοσμό, τα γκρίζα σύννεφα με τη βροχή που μας μαστίγωνε ηδονικά θα έλεγα, μιας και ήταν ζεστή καλοκαιρινή μπόρα, ήταν σαν να ξέπλενε από πάνω μας, το άγχος, τις έγνοιες και τους προβληματισμούς. Στην ενδοεπικοινωνία μου έπαιζε το “Riders in the storm” . Απίστευτο σκέφτηκα και βλέποντας την πινακίδα για Νόβισαντ στα 80χλμ ένα χαμόγελο σχηματίστηκε μέσα από το κράνος.

Ο Κώστας μου είχε δώσει τη διεύθυνση του σπιτιού που θα μέναμε, την οποία είχα τοποθετήσει στο gps. Μπήκαμε στη Νοβισαντ. Πολύ όμορφη πόλη. Ο φίλος μας ο Νίκος είχε δίκιο με τις περιγραφές του στο κλαμπ. Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Σερβίας και βρίσκεται στις όχθες του Δούναβη, με πολλά εντυπωσιακά κτίρια, από την εποχή της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας στην οποία ανήκε. Πολύς νέος κόσμος λόγω των πανεπιστημίων, καφέ, μπαρ και γενικά μέρη για διασκέδαση. Οδηγηθήκαμε λίγο έξω από την πόλη σε ένα προάστιο με ωραία σπίτια και μόλις φτάσαμε στο σωστό νούμερο, πήρα τον Κώστα. «Είμαστε από κάτω του φώναξα». Κατεβαίνω απάντησε. Περιμέναμε αλλά τίποτα. Χτυπάει το τηλέφωνο. Που είσαστε; Εδώ του λέω Laze Kostica 10. Μα είμαι κάτω απαντάει. Ξανατσεκάρω το gps και το άτιμο μου δείχνει 10 προορισμούς στην πόλη με το ίδιο όνομα διεύθυνσης. Όχι ρε γ….ω σκέφτομαι. Είχε πέσει σκοτάδι και η ώρα ήταν περίπου 21:30 – 22:00. Ένας ντόπιος από τα διπλανά σπίτια προσφέρθηκε να μας βοηθήσει και είδαμε ότι η διεύθυνση του rbnb αντιστοιχούσε εντός της πόλης. Είναι περίπου 10χλμ από εδώ είπε. Πάμε Γιώργο λέω, Τελικά μετά από λίγο ψάξιμο βρήκαμε τη σωστή διεύθυνση. Ο Κώστας ήταν εκεί και μας έδειξε το πάρκινγκ το οποίο ήταν ιδιωτικό κλειστό με τηλεκοντρόλ. Αγκαλιές και ικανοποίηση. Ανεβήκαμε στο δωμάτιο με τα πράγματα και ο Κώστας έφυγε για βρει τον Θοδωρή που ήδη βρισκόταν με τους φίλους του του Σέρβους έξω για φαγητό. Μπάνιο και έξοδος. Περπατήσαμε προς το κέντρο. Παρότι κουρασμένοι, η ικανοποίηση, η πείνα και η γενικότερη χαρά για την επιτυχή κατάληξη της πρώτης και δύσκολης μέρας του ταξιδιού, μας έκανε να περπατάμε χωρίς να νιώθουμε πιάσιμο και να φωτογραφίζουμε τα αξιοθέατα της υπέροχης πόλης. Βρήκαμε το μαγαζί και τα παιδιά και γνωρίσαμε τον Nova και τη Slavica φανταστικά άτομα και οι δύο, οι οποίοι μάλιστα μιλούσαν πολύ ικανοποιητικά Ελληνικά. Το μάτι μου έπεσε πάνω σε μια ποικιλία με λουκάνικα που είχε παραγγείλει ο Κώστας. «Τέτοιο θέλωωωωω». Είπα με βουλιμία και αμέσως μετά ακολούθησε η απογοήτευση, μιας το γκαρσόνι μας ενημέρωσε πως η κουζίνα είχε μόλις κλείσει. Θα το μοιραστούμε είπε ο Κώστας μαζί και ο Θοδωρής θα μοιραστεί το κοτόπουλό του με τον Γιώργο. Αυτά είναι σκέφτηκα. Η Αλληλεγγύη των μοτοσικλετιστών. Ήπιαμε αρκετή Ράκια (είδος ρακής από κυδώνι στη Σερβία) και η ώρα πέρασε γρήγορα με την φανταστική παρέα. Μετά από λίγο γυρίσαμε στο σπίτι, το οποίο ήταν υπέροχο, με όλες τις ανέσεις και κόστισε μόλις 20ευρω το άτομο. Πέσαμε σε έναν λυτρωτικό ύπνο. Πάμε αύριο για Βουδαπέστη σκεφτόμουν και βυθίστηκα σε έναν ύπνο με όνειρα ταξιδιωτικά, μαζί με τα αγαπημένα μου πρόσωπα τα οποία βρισκόταν στην Αθήνα και ήδη μου έλλειπαν πολύ….


(Εικόνα 19: Η θέα από το σπίτι στη Νόβισαντ)


(Εικόνα 20: Νόβισαντ)


(Εικόνα 21: Νόβισαντ)


(Εικόνα 22: Νόβισαντ)


(Εικόνα 23: Νόβισαντ)


(Εικόνα 24: Νόβισαντ)


(Εικόνα 25: Νόβισαντ)


(Εικόνα 26: Νόβισαντ, όχι δική μου φωτογραφία. Είναι από το διαδύκτιο για να έχουμε μια γενική άποψη της πόλης, καθόσον νύχτα φτάσαμε και δεν μπορούσαμε να τραβήξουμε πανοραμική)

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
 

voyager2007

Μέλος
Όνομα
Ζήσης
Μοτό
Honda xl 700v (transalp) 2008
Ο Πρωτάρης στα Βαλκάνια και στην Κεντρική Ευρώπη Μέρος 2ο


ΣΥΝΕΧΕΙΑ…

08 Μαΐου 2024 06:30 το πρωί

Δεν μπορώ να κοιμηθώ άλλο. Σηκώνομαι από το κρεβάτι κάνοντας ησυχία για να μην ξυπνήσω τους άλλους. Πάω στο μπάνιο και μετά φτιάχνω έναν ζεστό καφέ και βγαίνω στο μπαλκόνι. Ανάβω ένα τσιγάρο. Γύρω μου βλέπω σπίτια αρκετά περιποιημένα σε πολυκατοικίες σχετικά σύγχρονες των 4-5 ορόφων. Μερικά παραδοσιακά με χαρακτηριστικό κεντροευρωπαϊκό στιλ. Όλα με στέγες για τις δύσκολες μέρες του χειμώνα, που φαντάζομαι ότι θα δείχνει κάθε χρόνο τα δόντια του στους ανθρώπους της περιοχής. Τις ξέρω καλά αυτές τις μέρες, με χιόνι και καταχνιά. Μεγάλωσα στη Δυτική Μακεδονία, στην Κοζάνη και τέτοιες μέρες ήταν οι περισσότερες κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Στα πάρκινγκ βλέπω κόσμο, που σημαίνει ότι η πόλη αρχίζει να ξυπνά για τις καθημερινές δραστηριότητες των κατοίκων. Απέναντι φαίνεται ο τρούλος μιας εκκλησίας, από την οποία περάσαμε κατά τη χθεσινοβραδινή μας βόλτα.


(Εικόνα 27: Η θέα από το μπαλκόνι του δωματίου στο Νόβισαντ)

Παρά τις ρακές, το κεφάλι μου είναι καλά και αφού τελείωσα με το τσιγάρο, μπαίνω πάλι στο σπίτι και αθόρυβα όπως πριν, ξεκινάω να τακτοποιώ τα πράγματά μου. Δεν τα έφτιαξα με πρακτικό τρόπο σκέφτομαι. Είχε δίκιο ο Νίκος που μου έλεγε να έχω έναν σάκκο με τα ρούχα που χρειάζομαι σε κάθε ενδιάμεσο προορισμό, ώστε να μη πρέπει να κατεβάζω το τριβάλιτσο κάθε μέρα. Ποσό μετράει η εμπειρία τελικά. Σε λίγο ξύπνησαν και τα αλλά τα παιδιά. Ο Γιώργος είχε τριβάλιτσο και σάκο όπως εγώ, ο Κωστας ένα μεγάλο σάκο, top case και το tank bag, ενώ ο el professor μόνο tank bag και top case. Έκανα ένα μπάνιο και φόρεσα τις μπότες και το παντελόνι μηχανής. Πολλά παιδιά από το κλαμπ μου είχαν προτείνει να αγοράσω ένα σορτσάκι ποδηλάτη με τα χαρακτηριστικά προστατευτικά, για να το φοράω κάτω από το παντελόνι, ώστε να μην πιάνομαι τόσο πολύ. Το έκανα και νιώθω ευτυχής που ακολούθησα τη συμβουλή τους. Κατεβήκαμε στο πάρκινγκ και φορτώσαμε. Θα έμπαινα εγώ πρώτος στην πορεία μιας και το gps μου ήταν αρκετά καλό και λειτουργούσε off line (έχω το sygic). Θα σταματούσαμε στο πρώτο ΣΕΑ για καύσιμα και καφέ. Οδηγήσαμε για 20 λεπτά στην πόλη. Σύγχρονη πραγματικά, με ψηλά δέντρα αριστερά και δεξιά του δρόμου, ο οποίος διέθετε τρεις λωρίδες σε κάθε ρεύμα. Η κίνηση αρκετή, άλλωστε η ώρα είχε πάει σχεδόν 08:30 και οι άνθρωποι πήγαιναν στις δουλειές τους. Ο καιρός ήταν μουντός συννεφιασμένος και μόνο σε κάποιο σημείο ο ήλιος πάλευε να ξετρυπώσει ανάμεσα στα σύννεφα, ρίχνοντας νωχελικά τις πρωινές του ακτίνες προς μια μόνο κατεύθυνση, αυτή του ποταμού.
Σήμερα θα βγούμε από τα Βαλκάνια σκέφτομαι θα μπούμε στην Ουγγαρία με σταθμό τη Βουδαπέστη. Δεν την είχα επισκεφτεί ποτέ, αλλά από τις φωτογραφίες που έβλεπα, μου έβγαζε μια αρχοντιά άλλης εποχής. Σε λίγο είμασταν εκτός πόλης και είχα το νου μου ώστε να δω την έξοδο για το ΣΕΑ. Πράγματι σε 5-7 χλμ φάνηκε μια μεγάλη πινακίδα έβγαλα το δεξί μου φλας και είδα στον καθρέφτη ότι το ίδιο έκαναν και οι άλλοι. Μπήκαμε και όπως και στην υπόλοιπη Σερβία, οι πελάτες ανεφοδιαζόταν μόνοι τους και κατόπιν δήλωναν στο ταμείο τον αριθμό της αντλίας που χρησιμοποίησαν για να χρεωθούν το καύσιμο. Πήραμε καφέ και είδα πάλι τη διαφήμιση με το χαρακτηριστικό φρεσκοψημένο ψωμάκι και το χοτ ντοκ. Θέλω χοτ ντοκ είπα και μου απάντησε ο υπάλληλος ότι θα πρέπει να περιμένω 20 λεπτά. Κανένα πρόβλημα είπα. Μείναμε αρκετά εκεί για να απολαύσουμε τον πρωινό καφέ και το λουκάνικο εγώ και ο Κώστας. Στο μεταξύ μου έστειλε μήνυμα ο Νόβα που είμασταν στο τραπέζι το προηγούμενο βράδυ, για να ρωτήσει που βρισκόμαστε ώστε να έρθει και αυτός για καφέ. Έχουμε βγει από την πόλη δυστυχώς του είπα και δώσαμε ραντεβού για όταν θα έρθει στην Ελλάδα. Σε λίγο έφτασαν δυο λεωφορεία με παιδάκια που μάλλον πήγαιναν εκδρομή και οι δασκάλες τους τα έβαζαν στη σειρά, ώστε με τάξη να μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν την τουαλέτα. Είναι ώρα να φύγουμε είπε ο Θοδωρής μην κρατάμε άλλο και το τραπέζι. Προχωρήσαμε στις μοτοσικλέτες και βάλαμε μπροστά. Τέσσερις χαρακτηριστικοί ήχοι από τέσσερα κράνη που ασφαλίζουν και αμέσως μετά, σχεδόν ταυτόχρονα το κούμπωμα της πρώτης. Πριν ακόμη αρχίσω να οδηγώ μηχανή μου άρεσε ο ήχος αυτός σκέφτομαι. Βγήκαμε στην εθνική. Πρώτος εγώ, μετά ο Γιώργος έπειτα ο Κωστας και σκούπα ο Θοδωρής. Η Βουδαπέστη μας περίμενε. 300 χλμ περίπου μας χώριζαν από τον σημερινό μας σταθμό. Piece of cake, σκέφτομαι.


(Εικόνα 28: Η σημερινή μας διαδρομή προς Βουδαπέστη)

Σε λίγο φτάσαμε στα σύνορα και στο πέρασμα του Szeged. Ο έλεγχος στη Σερβική πλευρά πολύ γρήγορος, ήμουν πρώτος όποτε προωθήθηκα, έκανα στην άκρη, έβγαλα το κρανος και άναψα τσιγάρο. Ένα τσιγάρο χωρίς πατρίδα σκέφτηκα, ανάμεσα σε δυο χώρες. Σε λίγο έφτασαν και οι άλλοι και προχωρήσαμε στο σημείο ελέγχου για την είσοδο στην Ουγγαρία. Υπήρχε μια τεράστια ουρά από νταλίκες και μια μεγαλούτσικη για τα ΙΧ. Είδαμε ότι υπήρχε καθυστέρηση, καθώς στους περισσότερους άνοιγαν πορτ μπαγάζ. Πάλι πρώτος εγώ, γρήγορες διατυπώσεις με τα έγγραφα. Και εδώ έδειξα μόνο το διαβατήριο και την πράσινη κάρτα, ενώ αμέσως μετά ο τελωνειακός με ρώτησε αν έχω κάτι να δηλώσω. Όχι απάντησα και αμέσως μου έκανε νόημα να ανοίξω βαλίτσες. Ποια από όλες του είπα, αυτή απαντάει και δείχνει το top case. Ανοίγω και κάνει έναν τυπικό έλεγχο στα πράγματα μου. Άλλωστε εκεί είχα μόνο τα τις μηχανής, το φαρμακείο και την τσάντα με το λαπτοπ μου. Προχώρησα και σε λίγο ήρθαν και οι άλλοι, χωρίς όμως να κάνουν έλεγχο σε αυτούς. Γιατί μόνο σε μένα είπα. Η φάτσα σου προδιαθέτει για μαφιόζο, απαντάει ο Κώστας και γελάμε όλοι. Κάναμε στην άκρη για να αγοράσουμε βινιέτες. Στην Ουγγαρία απαιτείται η αγορά βινιέτας για την είσοδο στη χώρα. Δεν υπάρχουν διόδια, όμως υποχρεούται κανείς να προμηθευτεί τη βινιέτα του με τη διέλευση των συνόρων. Η ημερήσια κόστιζε 4,5€ περίπου και κοντά στα 8€ η αντίστοιχη για 10 μέρες την οποία φυσικά προτιμήσαμε, εξαιτίας των ημερών που θα μέναμε στη χώρα.


(Εικόνα 29: στα σύνορα)


(Εικόνα 30: πλησιάζουμε στον έλεγχο)



(Εικόνα 31: Ένα τσιγάρο ανάμεσα σε δύο χώρες)


(Εικόνα 32: ΠΑΟΚ παντού ακόμη και στα σύνορα Σερβίας - Ουγγαρίας)

Οι δρόμοι στην Ουγγαρια ήταν σε πολύ καλή κατάσταση, όμως η κίνηση απερίγραπτη. Όλο το δεξιό ρεύμα κατειλημμένο από νταλίκες. Πράγματι, σκέφτομαι, η Ουγγαρία είναι μια περίκλειστη χώρα, χωρίς θάλασσα. Όλα τα εμπορεύματα έρχονται είτε οδικώς είτε με σιδηρόδρομο. Δεν υπάρχουν λιμάνια. Το αποτέλεσμα ήταν, να βγαίνω συνεχώς αριστερά για προσπέραση, έχοντας κάθε φορά το νου μου για το αν έχουν τον αντίστοιχο χώρο και τα αλλά τα παιδιά. Όπου ήταν εφικτό ο Θοδωρής ή ο Γιώργος ή ο Κώστας μου έδιναν πλάτη. Στο gps είχα τοποθετήσει τη διεύθυνση του rbnb που θα μέναμε και μου έλεγε ότι έχουμε ακόμη μιάμιση ώρα. Μα βλέπω ήδη τις παρυφές της πόλης σκέφτομαι. Πως είναι δυνατόν; Σε λίγο το κατάλαβα. Κάποια έργα που γινόταν στο δρόμο παρέκαμπταν την κίνηση σε δυο μποτιλιαρισμένες λωρίδες. Μετά από 30 λεπτά περίπου προσπεράσαμε και αυτό το εμπόδιο. Το έδαφος άρχισε σε να ανεβαίνει και είμασταν πλέον μέσα στη βιομηχανική περιοχή. Συνεχίσαμε και διέκρινα ένα σημείο χωρίς κίνηση στην αριστερή, αμέσως έβγαλα το αριστερό μου φλας, τσέκαρα ότι με είδαν τα παιδιά και άνοιξα απότομα το γκάζι. Η κόκκινη αμαζόνα υπακούοντας πίστα, έβγαλε έναν βρυχηθμό και ξεχύθηκε μανιωδώς προς το κενό του δρόμου. Ακολούθησαν και ο άλλοι και προσπεράσαμε έτσι ένα μεγάλο μπλοκ από νταλίκες και φορτηγά. Σε λίγο μπαίναμε στην πόλη. Τα πρώτα σπίτια έκαναν την εμφάνιση τους. Πλέον το όριο ταχύτητας έπεφτε σε αυτό εντός πόλεως. Και χρειαζόταν ιδιαίτερη προσοχή στα φανάρια, στις προτεραιότητες και στις διασταυρώσεις. Ξαφνικά το έδαφος άρχισε να γίνεται κατωφέρεια, και σε λίγο τα μάτια μας γέμισαν με το απίστευτο θέαμα και το μεγαλείο του Δούναβη. Γέφυρες, πλοιάρια, κτίρια απίστευτα, σε μια επιμήκη καλαισθησία στις δυο όχθες του ποταμού. Κοιτούσα αριστερά δεξιά, προσπαθώντας να ρουφήξω την κάθε εικόνα, σκεπτόμενος αν θα έπρεπε να πετάξω τη ριμάδα την κάμερα στο ποτάμι, της οποίας η μπαταρία με είχε αφήσει λίγο πιο πριν.

Περάσαμε από μια μεγάλη γέφυρα απέναντι, στη μεριά της Πέστης και οδηγούσαμε παράλληλα με το ποτάμι. Η κίνηση αρκετή, όμως δεν μας χαλούσε, καθώς προσπαθούσαμε να δούμε όσο γίνεται περισσότερα πράγματα.

Φτάσαμε στο ξενοδοχείο. Και ο Κώστας προσπάθησε να επικοινωνήσει ώστε να μας δείξουν που είναι η είσοδος του πάρκινγκ. Ένιωθα κούραση, αλλά και μια απίστευτη ικανοποίηση. Η Μηχανή με έφερε στο κέντρο της Ευρώπης. Είμαι πραγματικά μακριά. Μια μοτοσικλετίστρια με πλησίασε και με ρώτησε ποια οδό ψάχνουμε. Της είπα και έκανε ένα γύρο με το σκούτερ της, για να επιβεβαιώσει ότι δεν υπάρχει από άλλου πρόσβαση. Ταξιδεύω είπε και εγώ με μεγάλη μηχανή. Να έχεις πάντοτε καλούς δρόμους της ευχήθηκα και έφυγε.


Εικόνα 33: Άφιξη στο ξενοδοχείο στη Βουδαπέστη)

Τελικά μετά από επικοινωνία του Κώστα μας άνοιξαν παρκάραμε και ξεφορτώσαμε για να ανέβουμε τρεις ορόφους πάνω μέχρι τα δωμάτιά μας. Το ξενοδοχείο όχι κάτι ιδιαίτερο, μάλλον παλιά πανσιόν θύμιζε, με σοφίτα. Τα μπάνια μας ήταν έξω από τα δωμάτιά μας. Το κόστος ήταν περίπου 30€ το άτομο με πρωινό. Μπάνιο γρήγορα και ντύσιμο για να βγούμε έξω να γνωρίσουμε την πόλη. Ήταν ακόμη απόγευμα και ήταν ευκαιρία για περπάτημα και φωτογραφίες. Είμασταν μακριά από τον Δούναβη βέβαια, αλλά αποφασίσαμε να περπατήσουμε και το βράδυ μετά θα γυρνούσαμε με ταξί.


(Εικόνα 34: Το ξενοδοχείο μας στη Βουδαπέστη)


(Εικόνα 35: Η θέα από το ξενοδοχείο)


Περπατήσαμε κατά μήκος του Δούναβη από τη μεριά της Πέστης και προς τα δυτικά. Περάσαμε τις γέφυρες που ήταν μετά το νησάκι της Μαργαρίτας και κατευθυνθήκαμε στη γέφυρα των λεόντων. Τα κτίρια εντυπωσιακά. Απέναντι δέσποζε το κτίριο του κοινοβουλίου. Περάσαμε τη γέφυρα και είμασταν πλέον από τη μεριά της Βούδα. Πήραμε τον πεζόδρομο που μας κατεύθυνε στον μητροπολιτικό ναό και την αντίστοιχη πλατεία. Εκεί υπήρχε και ένα άγαλμα, που παρίστανε έναν στρατιώτη της πάλαι ποτέ Αυστρουγγρικής Αυτοκρατορίας του Α'. Παγκοσμίου Πολέμου και βεβαίως βγήκαμε όλοι φωτογραφίες μαζί του. Η πείνα είχε κάνει τα στομάχια μας να διαμαρτύρονται. Το λουκάνικο που είχα φάει το πρωί με κράτησε είναι η αλήθεια, αλλά τώρα ένιωθα ότι θα δάγκωνα τις πλάκες του πεζοδρομίου. Για κάποιον περίεργο λόγο όμως ήθελα σαλάτα. Διακαώς ζητούσα λαχανικά. Μάλλον από αφυδάτωση εξήγησε ο Θοδωρής. Βρήκαμε ένα ουγγρικό εστιατόριο και καθίσαμε. Ήρθαν οι πρώτες μπύρες και πήραμε αρκετά πιάτα. Σαλάτα οπωσδήποτε και σούπα γκούλας για αρχή, πέρα από τα πιάτα μας. Ο Γιώργος κατακάηκε από τη σούπα που τον έπεισα εγώ να δοκιμάσει και αυτή ήταν η ευκαιρία για το δεύτερο γύρο με μπύρες.













































































(Εικόνες 36 - 63: Η βόλτα μας στη Βουδαπέστη)

Σε λίγο φάνηκε και ένα γκρουπ από ελληνίδες που έκαναν τη βόλτα τους στο κέντρο της πόλης. Ήρθαν αεροπορικώς όπως είπαν για να συναντήσουν τη φίλη τους που έμενε εκεί. Μεγάλη παρέα με 8-9 άτομα. Οι μπύρες πηγαινοέρχονταν συνεχώς. Πρέπει να ήπιαμε πάνω από 30 όλοι μαζί. Μετά στο τέλος πήραμε και ένα ποτό για να μην τρέχουμε αλλού και ψάχνουμε μαγαζί. Η ώρα είχε περάσει. Πληρώσαμε περίπου 50 ευρώ το άτομο και συνεχίσαμε προς το ποτάμι, όπου βρήκαμε ταξί. Ο Κώστας του έδωσε τη διεύθυνση και μας πήγε στο ξενοδοχείο. Έβλεπα αστυνομία παντού, καθώς ήταν σε εξέλιξη η επίσκεψη του κινέζου προέδρου στη χώρα. Φτάσαμε στο ξενοδοχείο και με συνοπτικές διαδικασίες, πέσαμε για ύπνο. Αύριο θα ταξιδεύαμε και θα φτάναμε στο Βέλεμ όπου θα γίνει η συνάντηση και ουσιαστικά τελειώνει το πρώτο μέρος του ταξιδιού. Όλα καλά σκέφτηκα και αφέθηκα σε έναν ψιλοβαρύ ύπνο λόγω του φαγητού, με τη σκέψη μου στα αγαπημένα μου πρόσωπα.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...
 
Τελευταία επεξεργασία:

voyager2007

Μέλος
Όνομα
Ζήσης
Μοτό
Honda xl 700v (transalp) 2008
Ο Πρωτάρης στα Βαλκάνια και στην Κεντρική Ευρώπη Μέρος 3ο


ΣΥΝΕΧΕΙΑ…

09 Μαΐου 2024 08:30 το πρωί

Ζήση ξυπνά !!!! Να κατέβουμε για πρωινό. Ήταν ο Γιώργος, ακριβώς πάνω από το κρεβάτι μου. Κοιτάζω το ρολόι, έλα ρε σύ λέω. Τελευταίος ξύπνησα; Έχω συνηθίσει γενικά να ξυπνάω νωρίς. 05:20 τις καθημερινές, ενώ τις αργίες χωρίς να βάλω ξυπνητήρι και ακόμη κι αν βγω έξω με τη Σοφία (γνωστό party animal) μέχρι το πρωί, πάλι πέρα από τις 08:00 δεν θα κοιμηθώ, άσχετα αν έπεσα στο κρεβάτι στις 06:00. Πως αποκοιμήθηκα έτσι εδώ και δεν άκουσα τίποτα; Anyway πετάγομαι με την ευλυγισία εφήβου (τρομάρα μου και πάλι) και τρέχω στο μπάνιο για πλύσιμο, δόντια κλπ. Τακτοποιώ τα πράγματα, ντύνομαι και κατεβαίνω κάτω για πρωινό. Βλέπω αυγά!!!! Τσιμπάω 4 και μαζί τυριά, αλλαντικά, ψωμί και ένα δεύτερο πιάτο για μαρμελάδες, βούτυρο, κέικ κλπ. Χυμός καφές και έτοιμος. Οι άλλοι είχαν σχεδόν τελειώσει. Καταβρόχθισα με ρυθμό όλα όσα είχα βάλει στα πιάτα. Έσπαζα με το χέρι μου το φρέσκο ψωμί ακούγοντας τον χαρακτηριστικό ήχο, σε συνδυασμό με τα φρεσκοψημένα ψίχουλα της κόρας που πεταγόταν και αμέσως άλειφα ένα μικρό ατομικό βουτυράκι, ακριβώς από πάνω έβαζα μια γενναία στρώση μαρμελάδας, νιώθοντας κατόπιν την όξινη και απαλή επίγευση όλων αυτών στον ουρανίσκο μου. Αφού άδειασα τα πιάτα, ανέβηκα πάνω. Το πάρκινγκ είχε ανοίξει, όποτε μεταφέραμε τα πράγματα, ασφαλίσαμε σάκους και βαλίτσες στις μηχανές και είμασταν έτοιμοι.

Το πρόγραμμα για σήμερα ήταν η μετακίνησή μας στο Βέλεμ της Ουγγαρίας, στον τόπο δηλαδή των εκδηλώσεων της συγκέντρωσης. Όπως είπα και πριν, το Βέλεμ βρίσκεται στα σύνορα με την Αυστρία και η απόσταση που μας χώριζε ήταν σχετικά μικρή, περί τα 250χλμ περίπου, που οι εφαρμογές των κινητών μας το έδιναν 3 ώρες σχεδόν. Πάλι μου φάνηκε πολύς ο χρόνος, αλλά οκ, σε κάθε περίπτωση, είμασταν κοντά, πίεση χρόνου δεν υπήρχε, οπότε και ανάγκη για υψηλές ταχύτητες. Θα απολαμβάναμε τη διαδρομή στην ουγγρική φύση. Την προηγούμενη, όταν βολτάραμε στη Βουδαπέστη, ο Γιώργος είχε αγοράσει κάποια αναμνηστικά από ένα κατάστημα, κοντά στο εστιατόριο που καταλήξαμε. Επειδή όμως μείναμε εκεί αρκετές ώρες και γίναμε και λίγο τσιμέντο είναι αλήθεια από τις μπύρες και τα ποτά, τα ξέχασε εκεί. Δεν έχουμε πρόβλημα είπαμε όλοι, θα βγούμε μια στο κέντρο με τις μοτοσυκλέτες φεύγοντας και αν είναι ανοιχτό το εστιατόριο θα τα βρούμε. Φύγαμε λοιπόν με την ίδια σειρά κίνησης από το ξενοδοχείο, έχοντας εγώ τοποθετήσει στο gps την τοποθεσία του μαγαζιού. Η κίνηση στην πόλη αρκετή, καθημερινή άλλωστε. Είδαμε τότε, ότι οι ντόπιοι με μηχανές έμπαιναν ανάμεσα στα αυτοκίνητα, οπότε τους μιμηθήκαμε. Φτάσαμε λοιπόν σε λίγο και μετά από περίεργες δρομολογήσεις λόγω των γεφυρών και του ποταμού, στο σημείο του εστιατορίου. Ο Κώστας και ο Θοδωρής έμειναν στις μηχανές και εγώ με τον Γιώργο, πήγαμε στο σημείο που καθόμασταν το προηγούμενο βράδυ. Δυστυχώς ήταν κλειστό, όπως κλειστό ήταν και το κατάστημα με τα αναμνηστικά λίγο παραπάνω. Υπέρ πίστεως λοιπόν πήγαν οι αγορές του Γιώργου. Του είπα όμως να μην ανησυχεί, θα βρούμε και άλλα μαγαζιά και θα έχει τη δυνατότητα να αντικαταστήσει αυτά που ξεχάσαμε.



Με την επιτυχημένα δοκιμασμένη συνταγή της προηγούμενης μέρας, βγήκαμε στην κεντρική οδική αρτηρία που οδηγεί στην εθνική οδό, αφού κάναμε κάτι φιδάκια στους παραποτάμιους δρόμους. Θα σταματούσαμε και πάλι στα πρώτα ΣΕΑ για φουλάρισμα, λάδι στις αλυσίδες και καφέ. Μέριμνα για εμάς και για τα κορίτσια μας. Σε λίγα λεπτά της ώρας, έβγαζα φλας για το σημείο ανεφοδιασμού. Βάλαμε βενζίνη, πληρώσαμε, λαδώσαμε αλυσίδες και καθίσαμε για καφέ. Λίγο πριν κάτσουμε να και ένας Έλληνας μοτοσικλετιστής. Το παιδί ήταν από τη Θεσσαλονίκη και ανέβαινε στην Πράγα όπου ζούσε και δούλευε μόνιμα. Δυστυχώς απ΄ ότι μας είπε, δεν έχει τη δυνατότητα να επισκέπτεται την Ελλάδα πάνω από 2 φορές το χρόνο και αυτή ήταν μια από τις 2, επιστρέφοντας τώρα στη βάση του.



Μείναμε 40 λεπτά περίπου, απολαμβάνοντας χωρίς βιασύνη τον καφέ μας. Αμέσως μετά καβαλήσαμε και βγήκαμε στην εθνική οδό. Ο δρόμος ήταν και πάλι πλημμυρισμένος με νταλίκες και σε πολλά σημεία η κίνηση σταματούσε λόγω μποτιλιαρίσματος. Αν μη τι άλλο, τέτοια κατάσταση στη χώρα μας δεν βλέπει κανείς στο εθνικό δίκτυο, εκτός κι αν πρόκειται για κάποια μαζική έξοδο. Το gps με προειδοποιούσε για τα σημεία με πολύ κίνηση και κάποια στιγμή με παρέκαμψε σε μια έξοδο, όπου μετά από 5-6χλμ με ξαναέβαλε στην εθνική οδό. Είχε γίνει ατύχημα και στο σημείο εκείνο η κυκλοφορία είχε σταματήσει. Με την έγκαιρη παρέμβαση της τεχνολογίας, παρακάμψαμε το επίμαχο σημείο και συνεχίσαμε κανονικά το ταξίδι μας.

Κάποια στιγμή, βγήκαμε από τον αυτοκινητόδρομο Ε60 που ενώνει τη Βουδαπέστη με τη Βιέννη και μπήκαμε κατόπιν στον Μ86 στον οποίο το όριο ήταν 110χλμ/ω. Και πάλι συνέχιζα να τσιμπάω προς τα πάνω λίγο το όριο με σταθερό ρυθμό πορείας, ενώ μετά πλέον από μια μέρα προσαρμογής στο οδηγικό στιλ του καθενός, οι συνεννοήσεις γινόταν σχεδόν αυτόματα. Είμασταν κοντά πλέον στον προορισμό. Στάση δεν είχαμε κάνει άλλη και είχαμε αρχίσει να πιανόμαστε. Στον μετρητή της μηχανής έβλεπα ότι είχαμε διανύσει 220χλμ από το σημείο ανεφοδιασμού. Κάποια στιγμή βλέπω τον Κώστα και τον Θοδωρή να με προσπερνούν και να βάζουν αλάρμ, σε ένα έρεισμα του δρόμου δεξιά που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για ολιγόλεπτη στάση. Ο δρόμος ήταν σε αυτό το σημείο υπερυψωμένος σε σχέση με το έδαφος και με βιασύνη οι δύο, αφού σταθεροποίησαν στο πλαϊνό σταντ τις μοτοσυκλέτες, κατέβηκαν από το δρόμο για να ικανοποιήσουν τη φυσική ανάγκη τους. Ανάψαμε ένα τσιγάρο και εγώ έβγαλα το φλις μιας και ο ήλιος είχε ανέβει και η ζέστη ήταν πλέον έντονη, σε μια μέρα που θύμιζε καλοκαίρι στην Ελλάδα. Μετά από λίγο συνεχίσαμε και φουλάραμε άλλη μια φορά 7χλμ πριν τον προορισμό μας. Εκεί βάλθηκα να αφαιρέσω με μια βούρτσα που βρήκα στο πρατήριο και υπήρχε εκεί για αυτό το λόγο, τα έντομα που είχα μαζέψει κατά μήκος της διαδρομής. Έκανα και για τους άλλους το ίδιο, διαπιστώνοντας ότι σε εμένα καθότι πρώτος, υπήρχαν τα περισσότερα. Ρώτησα και τσιγάρα, όμως με πληροφόρησαν ότι στην Ουγγαρία τσιγάρα πουλάνε σε συγκεκριμένα μόνο μαγαζιά. Ωχχ, θα έχουμε θέμα σκέφτομαι. Αμέσως μετά ξεκινήσαμε για το Βέλεμ.





Σε λίγα λεπτά της ώρας, μπήκαμε στο χώρο της εκδήλωσης. Ήταν ένας χώρος πάρα πολύ περιποιημένος, με ξυλόγλυπτα σε διάφορα σημεία, λουλούδια διαφόρων χρωμάτων, ενώ τα σπιτάκια ήταν μικρά και όμορφα με διαφορετικό χρώμα το καθένα. Σκαλάκια και μικροί διάδρομοι που οδηγούσαν στα διάφορα σημεία, ενώ κάθε σπίτι ήταν με στέγη και μικρή αυλή μπροστά με τραπέζι και σκαμπό. Υπήρχε χώρος εκδηλώσεων, μπάρμπεκιου, εστιατόριο, μπαρ, καφετέρια. Όλο αυτό σε μια μεγάλη ήπια πλαγιά, κυριολεκτικά πνιγμένη στο πράσινο, με πολλά ρυάκια και ρέματα που διέσχιζαν την περιοχή. Ήταν σαν ένα χωριό βγαλμένο από κάποια ιστορία. Ίσως το στρουμφοχωριό ή το χωριό των χόμπιτ.














Πήγαμε στο registration room όπου δηλώσαμε τη συμμετοχή μας και παραλάβαμε τις ονομαστικές μας τσάντες με τα μπλουζάκια, τα αυτοκόλλητα και τα άλλα αναμνηστικά (ένα μπουκαλάκι με τοπικό λικέρ, πάπρικα παραδοσιακή και μαρμελάδα της περιοχής). Πήραμε επίσης τα κλειδιά των δωματίων και ενημερωθήκαμε για τους χώρους του φαγητού, τις ώρες και το πρόγραμμα των υπολοίπων ημερών. Εγώ και ο Γιώργος θα μέναμε στο σπιτάκι Νο4 το κόκκινο και ο Θοδωρής με τον Κώστα ακριβώς απέναντι στο Νο 3 το κίτρινο. Αφού τακτοποιήσαμε τα πράγματά μας και επειδή η ζέστη ήταν έντονη και το περιβάλλον συνηγορούσε, ανεβήκαμε στο χώρο του μπαρ για μπύρες. Με το που παραγγείλαμε τις πρώτες, άρχισαν να μαζεύονται στην παρέα μας, Γερμανοί, Ολλανδοί, Ρουμάνοι, Ούγγροι, μιας και είμασταν οι πιο φασαριόζοι από όλους. Τα κεράσματα έφερναν το ένα το άλλο, ώσπου πέρασε η ώρα και είπαμε να κατέβουμε κάτω στις αυλές μας, για να δοκιμάσουμε και τα 2 μπουκάλια σερβικής ρακής που είχε φέρει μαζί του ο Θοδωρής. Το πιώμα συνεχίστηκε μέχρι τις 19:30 ασταμάτητα, οπότε ανεβήκαμε στο εστιατόριο για φαγητό. Λίγο πιο πριν εγώ και ο Ρούμπεν από την Ολλανδία πήγαμε με τα πόδια στο χωριό για τσιγάρα. Ένα καφενείο όπως αυτά της Ελλάδας του 70 μας εξυπηρέτησε, χωρίς βεβαίως να μιλάει λέξη αγγλικά ο ιδιοκτήτης. Το δείπνο περιελάμβανε σούπα με λαχανικά σαν πρώτο πιάτο και επιπλέον ψητό κοτόπουλο, χοιρινό, ρύζι, κους κους, σαλάτες κλπ. Σούρωσα δυο πιάτα με ότι μπορούσα να χωρέσω και καθίσαμε. Εκεί έγινε και το καλωσόρισμα από τους διοργανωτές. Με το που τελειώσαμε το φαγητό και επειδή η ψύχρα είχε κάνει την εμφάνισή της, ο Κώστας άναψε φωτιά στον εξωτερικό χώρο σε μια κατασκευή που χρησιμοποιούνταν για μπάρμπεκιου και γύρω από τη φωτιά συνεχίστηκαν οι συζητήσεις, το γέλιο, οι μπύρες και η μουσική. Ήταν πολύ όμορφη η πρώτη μέρα. Άνθρωποι από διαφορετικά μέρη, διαφορετικοί μεταξύ τους, ένα εντελώς ετερόκλητο πλήθος, κάποιοι γνωστοί από πέρσι, κάποιοι όχι, συζητούσαν αστειευόντουσαν και ήταν σα να γνωριζόντουσαν καιρό. Το σκοτάδι είχε απλωθεί και τα λίγα φώτα του χώρου της εκδήλωσης στόλιζαν όμορφα την εικόνα. Ο ουρανός έναστρος και επιβλητικός συμπλήρωνε το σκηνικό. Μέσα σε όλα αυτά, αποφασίσαμε την επομένη να μην ακολουθήσουμε κάποια διαδρομή. Θα ξυπνούσαμε και θα πηγαίναμε μια βόλτα για ψώνια στο σούπερ μάρκετ στο πρώτο χωριό της Αυστρίας στα 10χλμ. Είχαμε γίνει και πάλι λίγο κομοδίνα από το ποτό, οπότε μια μέρα ξεκούρασης ήταν ότι έπρεπε. Συμφωνήσαμε και οι τέσσερις. Το βράδυ έπεσα για ύπνο μετά από τον Γιώργο, ο οποίος είχε αποχωρήσει πρώτος. Πρέπει να κοιμήθηκα σε δευτερόλεπτα, τόσο γρήγορα, που δεν πρόλαβα ούτε το τηλέφωνο να συνδέσω στον φορτιστή.





















10 Μαΐου 2024 06:57 το πρωί.

Κοιμήθηκα όμορφα. Λίγο βαρύς ύπνος βέβαια, εξαιτίας των όσων είχα καταναλώσει το προηγούμενο βράδυ, αλλά οκ. Προσπαθούσα να μην ξυπνήσω τον Γιώργο. Πήγα σιγά σιγά στο μπάνιο, έκανα ένα ντουζ, βούρτσισα δόντια και βγήκα στην αυλή. Άναψα τσιγάρο και απολάμβανα το όμορφο πρωινό. Έβλεπα την ανταπόκριση που είχαν τα posts μου μέχρι τώρα στο facebook και τα σχόλια των φίλων.

Μετά από λίγο βλέπω από απέναντι τον Θοδωρή. Καλημέρα μου λέει με βαριά φωνή. Καλημέρα του λέω. Χαιρετούρες και με τους άλλους που πέρναγαν από μπροστά από την αυλή μας για να πάνε για πρωινό. Σε λίγο ξύπνησε και ο Γιώργος. Είχα φορέσει ένα παντελόνι και μπλουζάκι με αθλητικά παπούτσια. Αφού η μετακίνησή μας σήμερα θα ήταν τόσο κοντινή, δεν θα βάλω μοτοσυκλετιστικά, σκέφτηκα. Μόνο το μπουφάν.

Σε λίγο είμασταν έτοιμοι. Ανεβήκαμε για πρωϊνό. Ήταν όπως στα ξενοδοχεία. Ομελέτα, πολλών ειδών αλλαντικά, τυριά, λουκάνικα, λαχανικά, σοκολάτα, μαρμελάδα, βούτυρο. Πήρα απ΄ όλα και εννοείται κατά την πάγια τακτική μου δύο πιάτα. Για κάποιο λόγο εξακολουθούσε να υπάρχει η έντονη επιθυμία για λαχανικά και για το λόγο αυτό φόρτωσα στο ένα μου πιάτο και ντομάτα με αγγούρι που υπήρχαν. Αφού τελειώσαμε το σπαρτιάτικο πρωινό, κατεβήκαμε στα σπιτάκια. Οι υπόλοιποι ετοιμαζόντουσαν για τις διαδρομές. Αυτές ήταν τρεις. Η 1η με 100χλμ και οι 2η και 3η από 155 και 250χλμ αντίστοιχα. Τα αξιοθέατα ήταν αρκετά ενδιαφέροντα, κάστρα, όμορφα τοπία από Αυστρία και Ουγγαρία, πάρκα και σε ένα σημείο μπορούσε κανείς να δει ένα μέρος από το σιδηρούν παραπέτασμα, χαρακτηριστικό μιας άλλης εποχής. Πράγματι, σε λίγο μετά από κάποιες συνεννοήσεις έφευγε η Τρίτη διαδρομή η μεγάλη. Εμείς αφού ήπιαμε τον καφέ μας, ετοιμαστήκαμε και σε λίγο είμασταν στις μηχανές.













Σε λίγο βρεθήκαμε στο δρόμο. Η σειρά πάντα η ίδια. Εγώ τοποθέτησα στο gps την τοποθεσία Recnitz και πορευτήκαμε. Όμορφη και μικρή διαδρομή μέσα στο πράσινο. Ήταν έντονη η μυρωδιά της ανοιξιάτικης φύσης και τα χρώματα του περιβάλλοντος. Ο δρόμος, καθαρά επαρχιακός, με αρκετές στροφές, αγκάλιαζε σαν ασφάλτινο φίδι την πλαγιά, μέχρι να την υπερβεί και εμείς πλαγιάζαμε τις μοτοσυκλέτες μας νιώθοντας τη χαρά της μικρής διαδρομής. Σε λίγο περάσαμε τα σύνορα. Ένας στρατιώτης μας χαιρέτησε και χωρίς έλεγχο μπήκαμε στην Αυστρία. Φτάσαμε στο χωριό και αμέσως μπορούσε κανείς να διακρίνει τη διαφορά των δύο χωρών. Σταματήσαμε στην κεντρική πλατεία για καφέ. Και πάλι παρήγγειλα τον ασφαλή καπουτσίνο μου, βρίσκοντας ευκαιρία να εξασκήσω και λίγο τα γερμανικά μου. Απολαύσαμε τον καφέ που μας προσφέρθηκε με μικρά ποτηράκια νερό και τραβήξαμε για το σουπερ μάρκετ. Εκεί ψάξαμε για διάφορους μεζέδες. Ψωμιά, τυριά, αλλαντικά και εγώ τα αγαπημένα μου ζελεδάκια haribo. Ναι είναι η αδυναμία μου. Θα τα φάω όλα όσα έχω. Στην Αθήνα αποφεύγω να πάω στον κινηματογράφο στα village γιατί εκεί παίρνεις τη σακούλα και τη γεμίζεις. Πληρώνω μια περιουσία και τρώω μέχρι να αρρωστήσω. Ώπα, νερό δεν πήραμε ρε σεις, λέει ο Θοδωρής. Να πάρουμε και μπύρες λέει ο Γιώργος. Διάλεξα μια εξάδα με μεγάλα κουτάκια, η οποία όπως αποδείχθηκε μετά ήταν χωρίς αλκοόλ (ναι εγώ την έκανα συγχωρήστε με). Στο ταμείο ρώτησα με άπταιστα γερμανικά (αμ πως!!!) αν τα νερά ήταν χωρίς ανθρακικό, όχι μου απάντησε, πάρτε αυτά με το πράσινο καπάκι. Βγαίνοντας μοιράσαμε τα πράγματα στις μηχανές και φύγαμε. Τσιγάρα λέω που θα βρω; Ρώτα τον τύπο με το βανάκι μου λέει ο Κώστας. Τον ρωτάω και με καθοδηγεί, αλλά τζίφος. Κλειστό. Πάμε να επιστρέψουμε και θα πάρω πάλι από το Βέλεμ. Ως γνήσιος άνθρωπος της τελευταίας στιγμής (ναι Σοφία το ξέρω) δεν πήρα προμήθειες σε τσιγάρα, σε αντίθεση με τον Κώστα, ο οποίος κάπνιζε τα iqos και ήταν πλήρης σε αποθέματα. Τα άλλα δυο παιδιά δεν καπνίζουν.



Γυρίσαμε στα σπιτάκια, εγώ τελευταίος αφού πήγα στο χωριό να πάρω τσιγάρα και είπαμε να δοκιμάσουμε το κρασί του Γιώργου από το οποίο είχαμε μαζί μας δυο μπουκάλια. Ανοίξαμε μεζέδες, κρασάκι και το στρώσαμε στην αυλή. Σε λίγο άρχισαν να επιστρέφουν και οι διαδρομές και πολλοί ερχόταν στην παρέα μας. Αυτό το μεσημέρι θα ξαπλάρω σκέφτηκα και έτσι μετά από λίγο αποχαιρέτησα και έπεσα για ύπνο. Το απόγευμα έφτιαξα καφέ και πήρα τηλέφωνο τη Σοφία. Τίποτα καμία απάντηση. Μετά σκέφτηκα ότι η Ελλάδα είναι μια ώρα μπροστά, άρα 19:20 αντί 18:20 που ήταν εδώ. Γυμναστήριο είναι τέτοια ώρα (η μουρλέγκω πάει 6 φορές crossfit τη βδομάδα). Σε λίγο ήρθε η ώρα για φαγητό. Ανεβήκαμε επάνω και αφού φάγαμε, πήραμε μπύρες και καθίσαμε στα τραπέζια του μπαρ. Εκεί γνωρίσαμε και τους Ρουμάνους, την παρέα που ήρθε συνολικά 6 άτομα, όλοι καταπληκτικοί. Αφού πέρασε η ώρα, ξανακατεβήκαμε για να δοκιμάσουν και οι φίλοι μας το υπέροχο κρασί του Γιώργου. Η αυλή γέμισε με κόσμο. Πάλι οι Ελληνάρες είμασταν το επίκεντρο. Ο Ρούμπεν του οποίου ήταν η πρώτη φορά σε ΙΤΤ, μου είπε ότι τον συμβούλεψαν άλλοι φίλοι από την Ολλανδία να πάει μαζί με τους Έλληνες, είναι ωραίοι τύποι και θα περάσεις καλά. Είχαν δίκιο είπε.

Το βράδυ συνεχίστηκε με τον ίδιο ρυθμό. Αφού μίλησα επιτέλους με τη Σοφία, συνεχίστηκαν οι συζητήσεις, τα πειράγματα και τα γέλια. Αργά πλέον πέσαμε για ύπνο. Την άλλη μέρα μας περίμενα 300 χλμ περίπου.

11 Μαΐου 2024, 07:01 το πρωί.

Ήμουν ο πρώτος που ξύπνησα. Έκανα ένα αναζωογονητικό ντουζάκι και έφτιαξα καφέ. Σιγά σιγά ξύπνησε και ο Γιώργος. Έκατσα στην αυλή, απολαμβάνοντας τη μυρωδιά του καφέ παρέα με ένα τσιγάρο. Καλημέρες σε διάφορες γλώσσες με τον κόσμο που περιδιάβαινε τον χώρο εκεί στα σπιτάκια και περίμενα τους άλλους. Είχα φορέσει ήδη το παντελόνι μηχανής και τις μπότες. Σε λίγο βλέπω τον Κώστα και τον Θοδωρή σχεδόν έτοιμους. Πότε κιόλας τους είπα; Ανεβήκαμε για πρωινό. Έβαλα ένα αυτή τη φορά πιάτο, καθότι δεν ήθελα να νιώθω βαρύς στη διαδρομή και καθίσαμε στο τραπέζι. Οι άλλοι πάντα λίγα πράγματα έβαζαν για πρωινό. Σε λίγη ώρα είμασταν στις μοτοσυκλέτες. Με την κλασσική πλέον σειρά (Ζήσης, Γιώργος, Κώστας, Θοδωρής), περάσαμε την πύλη. Οι επικεφαλής των διαδρομών παραξενεύτηκαν, αλλά τους κάναμε νόημα ότι δεν θα ακολουθούσαμε. Είχαμε αποφασίσει, παρά την αρχική πρόθεση να επισκεφτούμε το Γκράτς της Αυστρίας, ότι εφόσον κατά την επιστροφή θα περνάγαμε από εκεί, να δούμε καλύτερα κάτι άλλο. Οι προτάσεις ήταν το Γκράτς και η μεσαία διαδρομή των διοργανωτών. Ο Θοδωρής βαριόταν τη διαδρομή, οπότε έριξα στο τραπέζι την πρόταση. Πάμε Μπρατισλάβα. Επειδή κανείς δεν είχε επισκεφτεί την πόλη αυτή, συμφώνησαν όλοι. 140 χλμ ήταν άλλωστε από εμάς. Αποφασίσαμε να πάμε από επαρχιακούς δρόμους και να επιστρέψουμε από τον αυτοκινητόδρομο.





Σε λίγη ώρα είμασταν στον επαρχιακό δρόμο. Τα χωριουδάκια που περνάγαμε ήταν όλα καλοφροντισμένα και όμορφα και ο δρόμος σε πολύ καλή κατάσταση. Ευτυχώς είχα προειδοποίηση από το gps για τα αρκετά ραντάρ ελέγχου που ήταν εγκατεστημένα στα διάφορα σημεία, οπότε ρύθμιζα αναλόγως την ταχύτητα. Μπήκαμε στην Αυστρία για λίγο και σταματήσαμε για καφέ στην κεντρική πλατεία του χωριού FrauenKirchen με θέα τον επιβλητικό ναό του χωριού σε γνήσιο κεντροευρωπαϊκό στιλ με δύο δίδυμα καμπαναριά, στολισμένα με περίτεχνους πράσινους τρούλους. Απολαύσαμε τον καφέ μας (και ο Γιώργος το γύρισε στην ασφαλή επιλογή του καπουτσίνο πλέον) και σε λίγο είμασταν έτοιμοι. Η μέρα ήταν πολύ όμορφη, σχεδόν καλοκαιρινή, με αρκετή ζέστη, γεγονός λίγο περίεργο για την εποχή, όπως με διαβεβαίωσαν κάποιοι ντόπιοι. Λίγο πριν τα σύνορα με τη Σλοβακία, ο μικρός επαρχιακός δρόμος άρχισε να εμφανίζει κίνηση, οπότε γίναμε λίγο πιο προσεκτικοί. Πράγματι, μετά από μια προσπέραση, είδα στον καθρέφτη μου να επιχειρεί επικίνδυνη προσπέραση στα παιδιά πίσω μου, μια γαλάζια μερσεντές. Εγώ δεν μπορούσα να ανοίξω το γκάζι, γιατί ο δρόμος ήταν στενός και μπροστά μου είχα φορτηγό. Ο τύπος συνεχίζει, περνάει και μένα και έρχεται να μπει σφήνα μεταξύ της αμαζόνας και του φορτηγού. Κοιτάζω στιγμιαία τον καθρέφτη, βλέπω ότι έχω απόσταση από τον Γιώργο και πέφτω στα φρένα. Ομοίως μείωσαν και οι άλλοι, ενώ ο μερσεντάκιας βγαίνει να προσπεράσει και το φορτηγό, παρόλο που από το αντίθετο ρεύμα ερχόταν άλλο αυτοκίνητο. Πέρασε στο όριο και συνέχισε επιταχύνοντας, λαμβάνοντας μια περιποιημένη ελληνικότατη μούντζα μαζί με τον γνωστό χαρακτηρισμό της πασίγνωστης λέξης με τα τρία «α».





Σε λίγο μπήκαμε στην Σλοβακία. Η πρωτεύουσα Μπρατισλάβα, είναι πολύ κοντά στα σύνορα με την Αυστρία και έτσι με το που περάσαμε χωρίς κανέναν έλεγχο και εδώ, άρχισαν να φαίνονται οι παρυφές της πόλης. Μου έκανε εντύπωση το στυλ, που παρέπεμπε στην εποχή της Τσεχοσλοβακίας με τα γνωστά ανατολικού τύπου μπλοκς πολυκατοικιών. Μερικά χιλιόμετρα αργότερα μπήκαμε στην πόλη. Και αυτή πολύ επιβλητική, χωρίς όμως την αρχοντιά της Βουδαπέστης. Ο Δούναβης κυρίαρχο στοιχείο και εδώ, οι γέφυρες και το ούφο !!! Μου είχε πει ο Ρούμπεν το πρωί γι΄ αυτό. Στη γέφυρα ανεβαίνεις με ανσανσέρ και φτάνεις στο ούφο. Μια καφετέρια με θέα όλη την πόλη. Σταματήσαμε κάπου για να δούμε που θα καταλήξουμε. Ο Θοδωρής ήταν κάθετος. Θέλω να πάμε οπωσδήποτε στο κάστρο είπε. Οκ συμφωνήσαμε όλοι και ανεβήκαμε τον δρόμο που οδηγούσε εκεί. Πολύς κόσμος και πολλά τουριστικά λεωφορεία. Αποφασίσαμε να παρκάρουμε στο υπόγειο πάρκινγκ για περισσότερη ασφάλεια. Πήραμε το καρτελάκι, ασφαλίσαμε τις μοτοσυκλέτες και τα κράνη για να μην τα κουβαλάμε και ανεβήκαμε. Ο χώρος ήταν πανέμορφος. Καταπράσινοι κήποι, γκαζόν που έβλεπες κόσμο να κάθεται εκεί και να απολαμβάνει την ηλιόλουστη ημέρα, καφετέριες και βέβαια το επιβλητικό κάστρο με θέα από τις μπροστά πολεμίστρες σε όλη την πόλη. Οι φωτογραφίες που βγάλαμε εκεί, νομίζω αντιπροσωπεύουν ακριβώς την πόλη αυτή. Από τη μία τα θηριώδη συγκροτήματα πολυκατοικιών, απομεινάρι της παλιάς κομμουνιστικής περιόδου και από την άλλη οι ουρανοξύστες που άρχισαν να κατασκευάζονται, ενώ ο Δούναβης και τα ιστορικά μνημεία έστεκαν στα διάφορα σημεία, μάρτυρες μιας παλιάς αυτοκρατορικής εποχής. Και βέβαια η γέφυρα με το ούφο. Όλα όμως αυτά σε μια αρμονική συνύπαρξη, σε μια πόλη που δεν αρνείται το παλαιότερο και το εγγύτερο παρελθόν, αλλά και δεν φοβάται τις προκλήσεις του μέλλοντος.



Είδα πολλούς να μπαίνουν σε ένα μαγαζάκι στην άκρη. Ήταν μαγαζί με σουβενίρ. Γιώργο φωνάζω. Το βρήκαμε. Μπήκαμε όλοι μέσα. Πήρα ένα δεύτερο μαγνητάκι (το πρώτο το πήρα στη Βουδαπέστη και δεν το ξέχασα, επειδή το είχα στο τσαντάκι μου) και ένα αυτοκόλλητο για τη μηχανή. Βγαίνοντας περιμέναμε πάλι τον Γιώργο, ο οποίος πήρε αρκετά για να αποκαταστήσει την απώλεια στη Βουδαπέστη. Είπαμε να κάτσουμε για μπύρες στην καφετέρια. Ώπα είπα στους άλλους. Πρώτα θα βγούμε φωτο στο γρασίδι. Ξάπλα όλοι τους λέω και δίνω το τηλέφωνό μου σε κάποιον ζητώντας του ευγενικά να μας τραβήξει. Μετά μάθαμε ότι και ο ίδιος είναι κάτοχος τρανσαλπ. Καλούς δρόμους να έχεις φιλαράκι, πάντα όρθιος.

















Κατεβήκαμε στην καφετέρια. Μπύρες οπωσδήποτε και κάτι να φάμε. Σαλάτα θέλω λέω. Δυστυχώς όμως η κουζίνα δεν είχε ανοίξει ακόμη. Πολύ περιποιημένος κόσμος στα τραπέζια. Προφανώς είχε και μια εκδήλωση με φωτογράφιση και υπήρχε μια κινητικότητα. Τελειώσαμε τις μπύρες και τραβήξαμε για το πάρκιγκ. Πιο πριν, τραβήξαμε φωτογραφίες τους δύο πανέμορφους λαβύρινθους που είχαν φτιάξει στους κήπους στην πίσω είσοδο του κάστρου. Φτάσαμε στις μηχανές, αφού πληρώσαμε περίπου 6 ευρώ το πάρκινγκ στα αυτόματα μηχανήματα. Ως συνήθως εγώ ήμουν έτοιμος τελευταίος. Πέρασαν τα υπόλοιπα παιδιά και σε μένα μπλόκαρε η μπάρα. Τελικά έδωσε λύση ο υπάλληλος ξεμπλοκάροντας το μηχάνημα ανάγνωσης καρτών. Τι γκαντέμης σκέφτομαι. Τα παιδιά με ρώτησαν τι έγινε και γέλασαν φυσικά όταν τους είπα. Βγήκαμε στο δρόμο με την ίδια σειρά. Αυτή τη φορά η επιστροφή από τον αυτοκινητόδρομο. Με αυξημένη ταχύτητα, περάσαμε τα σύνορα και σταματήσαμε να πάρουμε βινιέτες για την Αυστρία. Την επομένη θα κινούμασταν στην εθνική οδό της Αυστρίας, οπότε απαιτείται βινιέτα, κάτι που δεν είναι απαραίτητο αν χρησιμοποιήσεις τους επαρχιακούς δρόμους. Εκεί έπιασα συζήτηση με έναν Άγγλο με ένα Triumph τριβάλιτσο που επέστρεφε από ταξίδι στην κεντρική Ευρώπη.

Η διαδρομή ήταν γρήγορη. Αρχικά από τον αυτοκινητόδρομο Α3 που οδηγούσε στη Βιέννη και μετά από τον S31 που κατεβαίνει νότια και εισέρχεται στην Ουγγαρία. Χωρίς κάτι ιδιαίτερο η διαδρομή, με μια στάση και έναν ανεφοδιασμό, φτάσαμε στο Βέλεμ, νωρίς το απόγευμα.

Με το που παρκάραμε, αμέσως μπάνιο προετοιμασία, ντύσιμο και ανεβήκαμε για την αναμνηστική φωτογραφία. Κάποιοι φορούσαν τα μπλουζάκια από την περσινή ΙΤΤ που οργανώθηκε από το δικό μας κλαμπ στο Ελατοχώρι Πιερίας, γεγονός που μας χαροποίησε ιδιαίτερα. Ένας από τους φωτογράφους στην προσπάθειά του να πάρει ένα πιο πανοραμικό πλάνο, τοποθέτησε ένα σκαμπό, το οποίο για κακή του τύχη, ακούμπησε το αυτοκίνητο μιας γερμανίδας και εκείνη του έκανε παρατηρήσεις σε έντονο ύφος μιας και ήταν πολύ ψηλότερη από αυτόν χρησιμοποιώντας κομψές και ντελικάτες εκφράσεις από τις οποίες διακρίνεται η γερμανική γλώσσα και έχουμε ακούσει όλοι σε διάφορες ταινίες με θέμα τα τραγικά γεγονότα των μέσων του 20ου αιώνα.

Πήγαμε για φαγητό. Σήμερα είχε εκτός των άλλων, κοτόπουλο αλα κρεμ με μανιτάρια το οποίο τίμησα, καθώς και μια σούπα με κρεμώδη υφή, με βάση το σκόρδο, που ήταν πολύ γευστική. Οι Ρουμάνοι μας εκμυστηρεύτηκαν ότι προτίθενται να διοργανώσουν αυτοί την επόμενη ΙΤΤ στη Ρουμανία, οπότε αυτό ήταν το αντικείμενο της συζήτησης. Ήδη με τον Κώστα σχεδιάζαμε τη διαδρομή. Μάλλον θα το ανακοινώσουμε επίσημα είπαν, αλλά θα δούμε. Μετά το φαγητό και με τις μπύρες ανα χείρας καθίσαμε στα τραπεζάκια για να απολαύσουμε ένα συγκρότημα που θα έπαιζε ροκ και το κλείσιμο της εκδήλωσης. Οι Ρουμάνοι με έδωσαν να δοκιμάσω ένα ποτό με πιπέρι. Ήταν λικέρ και μάλιστα πολύ γευστικό. Σε λίγο οι διοργανωτές ευχαρίστησαν τον κόσμο για τη συμμετοχή και το λόγο πήραν οι Ρουμάνοι, που ανακοίνωσαν επίσημα πλέον την επόμενη διοργάνωση. Θα γίνει σε μια περιοχή κοντά στο κάστρο του Δράκουλα, όμως Ιούνιο προκειμένου να έχουν ανοίξει τα διάσημα περάσματα Transalpina και Transfagarasan. Αμέσως μετά ο πρόεδρος της Γερμανικής λέσχης ανακοίνωσε ότι επειδή είναι καιρός πλέον να ξαναγυρίσει η εκδήλωση στη Γερμανία, από όπου έχει ξεκινήσει όλο αυτό άλλωστε, το 2026 θα λάβει χώρα εκεί. Ο κόσμος ξέσπασε σε χειροκροτήματα και για τις δύο προοπτικές. Από τη μια του χρόνου στην φανταστική Ρουμανία με τις υπέροχες διαδρομές και ενισχυτικό το πόσο ωραίοι τύποι ήταν οι Ρουμάνοι που συναντήσαμε, ο ένας εκ των οποίων ο πρόεδρος του κλαμπ και από την άλλη 2 χρόνια μετά στη Γερμανία, όπου θα συρρεύσουν μοτοσικλετιστές πραγματικά από όλο τον κόσμο.













Η βραδιά συνεχίστηκε σε ρυθμούς ροκ με πολύ pink Floyd και άφθονες μπύρες. Ο Ρούμπεν από την Ολλανδία μας είπε ότι αύριο θα έφευγε κατευθείαν για το σπίτι του, επειδή δούλευε τη Δευτέρα, ενώ η Λιζ θα πέρναγε από Άλπεις και θα έφτανε σε τρεις μέρες. Ο Φρανκ με την Έμιλη και τον 12χρονο γιο τους που δεν χάνουν ΙΤΤ (τους ήξερα από πέρσι) απάντησαν πως εννοείται ότι θα είναι και του χρόνου, έτσι όπως πάντα με την 600αρα Transalp τους, στην οποία είχαν προσαρμόσει καλάθι για να ταξιδεύει και τρίτο άτομο. Από τους Γερμανούς ο Χουάν θα πήγαινε πρώτα από τα παιδιά του στην Αυστρία, ενώ ο Ρούντιγκερ μαζί με άλλους θα εξερευνούσαν τα βουνά της Κροατίας, ο ίδιος μάλιστα είπε ότι θα βρίσκεται στην Κρήτη για την πανελλήνια που διοργανώνουμε τον Ιούνιο, ενώ οι δύο Andreas, θα ταξίδευαν χωρίς πρόγραμμα. Οι Ρουμάνοι θα έφευγαν και αυτοί κατευθείαν για την πατρίδα τους, ενώ οι Ούγγροι θα περνούσαν μια ακόμη μέρα στο Βέλεμ για χαλάρωση όπως είπαν.

Όλοι ήταν χαρούμενοι και ταυτόχρονα προβληματισμένοι. Η φωτιά που έκαιγε, το ποτό, η μουσική και η νύχτα, σε συνδυασμό με το τέλος της εκδήλωσης, δημιουργούσαν αυτή τη χαρμολύπη. Να είσαστε όλοι καλά και πάντα όρθιοι με καλά χιλιόμετρα έλεγε ο ένας στον άλλον. Είναι αυτή η διαφορετικότητα αλλά ταυτόχρονα και η αγάπη για τις δύο ρόδες, που ενώνει τους μοτοσικλετιστές σε όλο τον κόσμο. Ένας χαιρετισμός και η χαρά είναι τόση, που διώχνει οποιαδήποτε κούραση ή πιάσιμο από το ταξίδι. Είναι αυτό το συναίσθημα, ότι ένα πραγματάκι όπως η μηχανή, που δεν χωράει όλα τα πράγματά σου ποτέ, μπορεί να σε πάει παντού και γι΄ αυτό και το δέσιμο του καθενός με τη μοτοσυκλέτα του, στην οποία ανεβαίνει και με ένα χάιδεμα στο γκάζι είναι έτοιμη να ταξιδέψει στην άλλη άκρη του κόσμου. Είναι το γεγονός ότι ταξιδεύοντας βλέπεις όλο τον ορίζοντα μπροστά σου, νιώθοντας ότι μπορεί να σε πάει το πραγματάκι αυτό, σε κόσμους φανταστικούς, περνώντας βουνά, ποτάμια, γέφυρες και πολιτείες αμέτρητες.



Η νύχτα έπεσε για τα καλά. Ήταν ώρα. Χαιρετήσαμε τους φίλους και κατεβήκαμε στα σπιτάκια μας. Μαζέψαμε τα πράγματα που δεν χρειαζόταν και είμασταν σχεδόν έτοιμοι. Χωρίς να μιλάμε πολύ και αφού ήπιαμε ένα τελευταίο ποτήρι από το κρασί του Γιώργου. Αύριο θα ξεκινούσε το ταξίδι της επιστροφής. Με τη σκέψη των αγαπημένων μου, βυθίστηκα στον ύπνο.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…
 
Top Bottom