Παραθέτω μερικές πληροφορίες για τις χωμάτινες οροφές:
Ως το 1950 περίπου, σε κάποια μέρη, τα σπίτια τα σκέπαζαν με ταράτσες επίπεδες. Ταράτσες χωμάτινες, οι οποίες γίνονταν με ειδικό τρόπο και χώμα, το οποίο είχε ιδιότητες στεγανοποίησης. Οι βάσεις για να στηριχθεί η χωματοταράτσα γίνονταν με τον παρακάτω τρόπο. Αφού είχαν ανυψώσει τους πλάγιους πέτρινους τοίχους, ως το επιθυμητό ύψος, (2 – 3μ και πάχος περί τα 60 εκ.), έφεραν δοκάρια, (τράβες), από τη μία άκρη του τοίχου, ως την απέναντι και ανά 1 – 2μ περίπου (μπορεί και πιο πυκνά). Έπειτα τοποθετούσαν και κάθετα δοκάρια στηριζόμενα στο έδαφος που υποβάσταζαν τα δοκάρια της οροφής. Στη συνέχεια από πάνω και κάθετα προς τα προηγούμενα, στρώνανε τα καδρόνια, ανά 0,5 – 1μ περίπου και ακολουθούσε το «πέτσωμα», με μαδέρια. Πάνω από τα μαδέρια, τοποθετούσαν καλάμια και άχυρο ή φύκια με πάχος περίπου 5εκ. Ακολουθούσε το ειδικό χώμα, σε πάχος περί τα 15 εκ. Το χώμα έμπαινε σκέτο και καθαρό από ξένα σώματα.
Η συντήρηση γινόταν κάθε χρόνο. Αφού είχαν σκουπίσει – καθαρίσει επιμελώς την επιφάνειά της, τοποθετούσαν χώμα κάνοντας μικρούς λοφίσκους ανά διαστήματα. Αυτό με τις βροχές έλιωνε και έρεε στους αρμούς (τις σχισμές ή χαραμάδες), και τα κάλυπτε – έφραζε.
Πολλές φορές, παρ’ όλη τη συντήρηση, όταν έβρεχε, έρεε νερό μέσα στο οίκημα και για λύση, τοποθετούσαν ύφασμα – σεντόνι ή κάτι παρόμοιο, πιασμένο από τις τέσσερις γωνίες του δωματίου. Τοποθετούσαν δε και ένα βάρος από πάνω, περίπου στο κέντρο του, όπου συγκεντρωνόταν το νερό. Από κάτω τοποθετούσαν μία λεκάνη και μάζευαν το νερό που έρεε. Συνήθως αυτές οι κατασκευές και οι συντηρήσεις, ετελούντο σε περιόδους ανομβρίας. Το χώμα δεν το βρέχανε, αλλά στεκόταν και δεν το παρέσυραν τυχόν δυνατοί άνεμοι, επειδή ήταν «βαρύ». Υπήρχε και κάποιος πέτρινος κύλινδρος, τον οποίο κυλούσαν το χειμώνα, για να γίνεται συμπαγές το χώμα και να μην το διαπερνά η βροχή. Σε πολλά μέρη, έδιναν μία ειδική κλίση στην ταράτσα, ώστε να συγκεντρώνει τα νερά σε ένα ακριανό σημείο και από εκεί με «κάναλο», τα οδηγούσαν σε στέρνα, εκμεταλλευόμενοι με αυτό τον τρόπο το βρόχινο νερό. (Πηγή:
http://www.folkpedia.gr/?p=8925 )
Στις περιπλανίσεις μου, έτυχε να πετύχω ένα σπίτι με χωμάτινη οροφή που όμως αντί για χώμα είχε πλέον τσιμέντο. Από το εσωτερικό του όμως δε φαίνονταν καμία αλλαγή. Να λοιπόν το εσωτερικό μίας χωμάτινης σκεπής:
Αν το δωμάτιο ήταν πολύ μεγάλο, ίσως βάζανε και μερικά υποστυλώματα ενδιάμεσα (φωτογραφία από Web):
Φως θα έμπαινε αρκετό από τις πολλές πολεμίστρες περιμετρικά του κουλέ (Απέναντι στον λόφο διακρίνεται ο γειτονικός Κουλές της Κοπροκεφάλας)
Και κάπως έτσι θα ήταν η οροφή από πάνω (αν προσθέσουμε και τις πολεμίστρες τουλάχιστον).
Εδώ φαίνεται μία χωμάτινη οροφή σε τομή.
Για σκεφτείτε τώρα τα δοκάρια εκεί που υπάρχουν εγκοπές στον τοίχο, από πάνω το χώμα, μια χαρά, έμενε χώρος για έναν άντρα να καλυφτεί πίσω από τις πολεμίστρες, έστω και γονατιστός. Οπότε, πάνω στην οροφή μπορούσαν οι στρατιώτες άνετα να βολτάρουν και να εποπτεύουν όλες τις κατευθύνσεις αλλά και να αμύνονται πίσω από τις πολεμίστρες σε περίπτωση επίθεσης, ενώ στο δωματιάκι που είχε είσοδο στην ταράτσα μάλλον θα κοιμόταν η αλλαγή βάρδιας το βράδυ.
Μάλιστα, οι φρουροί, κοιτάζοντας ανατολικά, μπορούσαν να δουν ξεκάθαρα τους άλλους δύο κουλέδες της περιοχής. Στη φωτογραφία φαίνονται ο ένας σχεδόν πίσω από τον άλλον.
Τώρα, θα αναρωτιέστε βέβαια, που πηγαίνανε τα νερά της βροχής ε;
Εξωτερικά, ανά τακτά διαστήματα υπήρχαν οπές με υδρορροές που απομάκρυναν τα όμβρια ύδατα και έτσι δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα.
Αυτό όμως που με προβλημάτισε πολύ ήταν πως δεν βρήκα κανένα ίχνος από τα χοντρά δοκάρια που έπρεπε να υπήρχαν. Στην αρχή σκέφτηκα πως ίσως οι επαναστάτες έβαλαν φωτιά στον πύργο όταν τον κατέλαβαν. Όμως σε 2-3 πολεμίστρες από πάνω είδα ξεκάθαρα ξύλο για στήριξη της εποχής που χτίστηκε ο πύργος! (Δυστυχώς ξέχασα να βγάλω φωτογραφία ανάλογη, η μόνη που δείχνει ένα τέτοιο ξύλο βγήκε σχεδόν κατά λάθος και είναι αυτή με τη μηχανή, τρεις φωτογραφίες πιο πάνω. Το ξύλο φαίνεται κάτω αριστερά, πάνω από την πολεμίστρα). Έκατσα και έψαξα λοιπόν για πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία κοπής και επεξεργασίας ξύλων τα παλιά χρόνια που δεν είχαν τα σύγχρονα χημικά συντηρητικά:
Τα ξύλα τα έκοβαν χάση φεγγαριού, στα μέσα φθινοπώρου, γιατί τότε τα δέντρα έχουν λιγότερο νερό μέσα στον κορμό τους. Μετά, με ένα μεγάλο πριόνι έκοβαν το δέντρο. Ανάλογα με το πόσο χοντρό ήταν το δέντρο έκαναν και τον ανάλογο χρόνο. Για ένα δέντρο διαμέτρου ενός μέτρου χρειάζονταν μια με δυο ώρες. Και η δουλειά δεν τελείωνε εκεί. Στη συνέχεια καθάριζαν τα κλαδιά με το τσεκούρι και αν το δέντρο το έκαναν σανίδες, τότε πάλι δυο άτομα με πριόνι το έκοβαν κατακόρυφα . Αν το ήθελαν για σκεπόξυλα, τότε το πελεκούσαν με το τσεκούρι απ’ τις δυο μεριές, κάνοντάς το ορθογώνιο. Έπειτα τα ξύλα επειδή ήταν χλωρά, τα έβαζαν σε μέρος ανήλιο (υπόγεια) για να τραβήξουν( να χάσουν το νερό, να ξεραθούν.) Προτιμούσαν ανήλιο μέρος, γιατί με τον ήλιο το ξύλο θα σκιστεί και θα γίνει άχρηστο. Για να τραβήξουν τα ξύλα χρειαζόταν περίπου ένας χρόνος. Τα ξύλα αυτά μπορεί να αντέχανε για εκατοντάδες χρόνια χωρίς κανενός είδους χημική συντήρηση.
Σκεφτείτε τώρα πως δεν είμαστε στη βόρεια Ελλάδα αλλά στην άνυδρη και χωρίς πολλά δάση Κρήτη. Τα κατάλληλα ξύλα ήταν σπάνια και πανάκριβα. Όταν ο πύργος είχε πλέον εγκαταλειφτεί, κάθε τέτοιο ξύλο θα ήταν πολύ πολύτιμο για να αφεθεί εκεί! Εγώ αν ήμουν πάντως κάτοικος της περιοχής θα πήγαινα με ό,τι γαϊδούρια μπορούσα να μαζέψω, να ξηλώσω τα ξύλα και να τα φέρω στο χώρο μου για εκμετάλλευση ή πούλημα.
Κάτι ανάλογο πρέπει να είχε γίνει και στους άλλους δύο κουλέδες της περιοχής και η οροφές εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας!