Πέραν αυτού του γεγονότος, το υπόλοιπο διωράκι περνά πιο ευχάριστα απ’ ότι υπολόγιζα εκτιμώντας το αρχικά ως σύντομο πρελούδιο της Εθνικής. Η οποία Εθνική οδός φτάνει πλέον, στην καμπή για την είσοδο της αποχαιρετώ το πίσω ελαστικό μου, φτάνοντας Αγρίνιο το βραδάκι δίχως άλλο θα είναι τετράγωνο. Πρόκειται για ένα 190αρι BT16 που μου πούλησε ως μοναδική επιλογή ένας Εσθονός στο Ταλίν όταν τελείωσε το πίσω λάστιχο του VFR γυρνώντας από Nordkapp, όλα αυτά πριν το κάνω τράμπα με ένα πίσω ελαστικό που φορούσε του CBR απ’ όταν πάτησα πρόκα στα Highlands της Σκωτίας. Μια περιπέτεια από μόνα τους αυτά τα δύο ελαστικά!
Περιπέτεια ωστόσο δεν αναμένεται να είναι το υπόλοιπο της διαδρομής, μπόλικες εκατοντάδες χιλιομέτρων στις ατελείωτες πεδιάδες. Για κάποιον περίεργο λόγο νιώθω ότι σχεδόν έφτασα, ότι χιλιόμετρα απομένουν φαντάζουν απρόσμενα γνωστά. Αλλά και πολύ βαρετά! Για να σκοτώσω την πλήξη βάζω ένα φιλόδοξο στόχο: Να φτάσω Αγρίνιο μονοκοπανιά, στάσεις μόνο για βενζίνη. Με το πιο άνετο VFR με την πιο αναπαυτική σέλα, τα πιο ανθρώπινα clip on και μαρσπιε συν το μεγαλύτερο ντεπόζιτο κάτι τέτοιο είναι εφικτότερο. Με το CBR και το ηλικιακό μου κοντέρ να μην ξεκινάει πια με το ψηφίο ‘δύο’ πόσο εφικτό είναι; Προκριματικοί για Aprilia RS660 είναι όλα αυτά!
Χωρίς πλαϊνές βαλίτσες ή σαμάρια να το περιορίζουν, το 600αρι κρατά γουργουρίζοντας 160-180 διασχίζοντας τους κάμπους. Κατάμαυρα SUV με τοπικές πινακίδες που αντί για αριθμό έχουν λέξεις όπως Babe ή boss ή trap μάλλον φιλοξενούν προσωπικότητες της τριγύρω νύχτας. Επίσης πετυχαίνω ζεύγη από τούρκικα AMG που πηγαίνουν προφυλακτήρες. Και παραδόξως μεγάλο αριθμό από ελβετικά MPV, πρόκειται προφανώς για βαλκάνιους μετανάστες που κατεβάζουν με το Sharan την οικογένεια για ξεκαλοκαιριό στα πάτρια.
Το όμορφο κομμάτι με τα τουνελ παραποτάμια μετά το Leskovac έχει πλέον ολοκληρωθεί, πια υπάρχει σερί αυτοκινητόδρομος ως τα Σκόπια. Στα σύνορα με τα οποία πετυχαίνω μπροστά μου αυτοκίνητο από το καντόνι μου, οποία σύμπτωσις! Αυτό που λάμπει δια της απουσίας του είναι ελληνικές πινακίδες, από την πρώτη ημέρα στην Αλβανία δεν έχω πετύχει πατριώτη.
Η μεγάλη διαφορά στον αυτοκινητόδρομο Σερβίας και Σκοπίων είναι τα διόδια. Στην μεν παίρνεις χαρτάκι στην είσοδο, το φυλάς ως κόρη οφθαλμού και πληρώνεις άπαξ στην έξοδο. Στα δε Σκόπια ένα χάλι σαν την Ελλάδα, σχεδόν νιώθεις ότι με το που κουμπώσεις έκτη αρχίζεις να ξανακατεβάζεις για τα επόμενα διόδια. Τουλάχιστον δέχονται κάρτα, να ‘ναι καλά η revolut που σε απαλλάσσει από το να μετράς κέρματα κάθε τρεις και λίγο.
Μέχρις ώρας το πλάνο για non-stop διάσχιση πάει μια χαρά με μοναδικό παράπονο την σχεδίαση του Rpha 70 που δεν επιτρέπει ( όπως ο προκάτοχος) να κρατάς ελάχιστα ανοικτή τη ζελατίνα για να σε χτυπά αεράκι.
Με τα καλά και τα κακά του, ο πουγουδουμιανός αυτοκινητόδρομος διασχίζεται ‘εύκολα’, ο ορίζοντας δεν αργεί να γίνει ελληνικός. Σε παρελθόντα ταξίδια το πέρασμα των ελληνικών συνόρων στο μυαλό μου ήταν σχεδόν θριαμβευτικό, επίτευγμα, κατόρθωμα, κάτι. Στην προκειμένη φαντάζει σχεδόν φυσικό πράγμα, σαν να πετάχτηκα για καφέ στη δίπλα πόλη. Το μεγάλο κακό της εμπειρίας, χάνεις την χαρά της πρώτης φοράς. Με στοιχειώνει επαναλαμβανόμενα τα τελευταία χρόνια αυτή η σκέψη!