estebahn
Μέλος
- Όνομα
- Στέφανος
- Μοτό
- CBR 600F4i
Δε βαριέσαι. Σάμπως αυτά τα άγχη και οι διορίες είναι τίποτε άλλο από περιορισμοί που ο ίδιος αυθαίρετα έβαλα; Με αυτή τη σκέψη ηρεμώ, ξαπλώνω πίσω από τα fairing και ανοίγω τη ζελατίνα να με χτυπήσει βραδινό αεράκι. Τα μέρη αρχίζουν και γίνονται οικεία, όσο και αν το σκοτάδι κρύβει τα βουνά, όλο και κάτι θυμίζουν τα πάντα γύρω μου. Τα τούνελ της Εγνατίας, άλλοτε ότι μεγαλύτερο είχα διασχίσει, πλέον δύσκολα συγκρίσιμα με τα νορβηγικά, σχετικά πάντοτε τα μεγέθη.
Παρατηρώ κάτι περίεργο στα διόδια: Παρόλο που υπάρχουν δύο ή τρεις σταθμοί άδειοι, οι νταλίκες διαλέγουν να κάνουν ουρά πίσω από έναν σταθμό ο οποίου δεν είναι ούτε e-pass ούτε καν ακριανός. Κάτι θα ξέρουν σκέφτομαι και στοιχίζομαι μαζί τους, ίσως ο δίπλα σταθμός να δείχνει ανοικτός αλλά να μην είναι. Μα όχι, ξεκάθαρα βλέπω τον υπάλληλο στο κουβούκλιο. Η απορία μου λύνεται όταν έρχεται η ώρα να πληρώσω: Η υπάλληλος είναι μια ξανθούλα πιτσιρίκα και έχει πέσει σύρμα μεταξύ των συναδέλφων!
Από το Μέτσοβο και μετά όλα γνωστά, νιώθω πως οι ρόδες μου κυλούν σε ‘δικά μου’ μέρη. Κατηφορίζοντας βλέπω τα φώτα των Ιωαννίνων να καθρεφτίζονται στην Παμβώτιδα. Ο χρόνος δεν μου επιτρέπει να σταματήσω, αλλά διάολε είναι γλυκό το συναίσθημα.
Τα χιλιόμετρα της ημέρας έχουν προ πολλού ξεπεράσει τα χίλια, αλλά πια δεν με νοιάζει. Δεν υπάρχει κούραση, δεν υπάρχει πιάσιμο, δεν υπάρχει αέρας, δεν υπάρχει μοτέρ. Λες και στην απόλυτη ησυχία της νύχτας το VFR έχει κλειδώσει εκεί στα 170 και πλαγιάζει αριστερά – δεξιά στην Ιόνια ρέοντας στο τοπίο.
Παρατηρώ κάτι περίεργο στα διόδια: Παρόλο που υπάρχουν δύο ή τρεις σταθμοί άδειοι, οι νταλίκες διαλέγουν να κάνουν ουρά πίσω από έναν σταθμό ο οποίου δεν είναι ούτε e-pass ούτε καν ακριανός. Κάτι θα ξέρουν σκέφτομαι και στοιχίζομαι μαζί τους, ίσως ο δίπλα σταθμός να δείχνει ανοικτός αλλά να μην είναι. Μα όχι, ξεκάθαρα βλέπω τον υπάλληλο στο κουβούκλιο. Η απορία μου λύνεται όταν έρχεται η ώρα να πληρώσω: Η υπάλληλος είναι μια ξανθούλα πιτσιρίκα και έχει πέσει σύρμα μεταξύ των συναδέλφων!
Από το Μέτσοβο και μετά όλα γνωστά, νιώθω πως οι ρόδες μου κυλούν σε ‘δικά μου’ μέρη. Κατηφορίζοντας βλέπω τα φώτα των Ιωαννίνων να καθρεφτίζονται στην Παμβώτιδα. Ο χρόνος δεν μου επιτρέπει να σταματήσω, αλλά διάολε είναι γλυκό το συναίσθημα.
Τα χιλιόμετρα της ημέρας έχουν προ πολλού ξεπεράσει τα χίλια, αλλά πια δεν με νοιάζει. Δεν υπάρχει κούραση, δεν υπάρχει πιάσιμο, δεν υπάρχει αέρας, δεν υπάρχει μοτέρ. Λες και στην απόλυτη ησυχία της νύχτας το VFR έχει κλειδώσει εκεί στα 170 και πλαγιάζει αριστερά – δεξιά στην Ιόνια ρέοντας στο τοπίο.