Ταξιδευτής
Αμετανόητα ονειροπόλος
Αφιερωμένο σε όλους τους γνωστούς και άγνωστους συνταξιδευτές τρελούς που αφιερώνουν τη καρδιά τους σε δύο τροχούς και ένα ανοιχτό δρόμο...
Ο ηλιος μολις εχει ανατειλλει στον ξαστερο ουρανο, η μερα ειναι ακομα φρεσκια, νεα, ασπιλη. Ενας τελευταιος ελεγχος στη φορτωμενη μηχανη, το κλειδι γυρναει στο διακοπτη, η μιζα πατιεται. Το μοτερ σπαει στη σιωπη με ενα βαρυ μουγκρητο, και με ενα τελευταιο αντιο η μηχανη κυλαει νωχελικα στο δρομο. Το πνευμα αρχιζει να πεταει γιατι απαντησαμε στο καλεσμα του ανοιχτου δρομου.
Καθε ανοιξη υποφερω απο τους πονους της περιπετειας. Προσπαθω να τους απαλυνω με Κυριακατικες βολτες και μακρυνες διαδρομες απο το γραφειο. Αλλα καθως ο καιρος παιρνει να ζεσταινει και η μερα μακραινει, δεν μπορω παρα να ανοιξω το χαρτη και να ονειρευτω.
Δραματικα τοπια περνανε απο το μυαλο μου, οπως μια καταιγιδα κυλαει στον ουρανο. Και καπου εκει υπαρχει μια φωνη, χαμηλη αλλα τοσο γοητευτικη να με καλει να δραπετευσω απο το κουτακι της ζωης μου και να αγκαλιασω την ελευθερια του ανοιχτου δρομου.
Ο χαρτης ειναι ο καμβας οπου ζωγραφιζω τα ονειρα μου -ενα πορτραιτο απο ατελειωτα πεδινα, επιβλητικες οροσειρες, κινουμενες ερημους και δρομους που αγκαλιαζουν ακτες. Τα ματια μου ακολουθουν τις πολυχρωμες γραμμες στη σελιδα, αλλα στο μυαλο μου νοιωθω ηδη τον ηλιο στους ωμους μου, τον ανεμο στο προσωπο μου, και την χαρα ενος εξερευνητικου και ανησυχου πνευματος.
Απο παιδι ακομα ο οριζοντας παντα μου εγνεφε.
Για αλλους, αυτη η γραμμη μεταξυ ουρανου και γης ειναι ενα οριο, ενας προστατευτικος τοιχος που περιβαλλει τα γνωστα και γνωριμα.
Για εμενα ομως ο οριζοντας ειναι η πυλη σε μερη που δεν εχω παει και πραγματα που δεν εχω δει, σε ανθρωπους που δεν γνωρισα, εμπειριες που δεν εζησα.
Παντα ταξιδευαμε μακρυα σαν οικογενεια. Αλλα δεν ηταν προτου να γνωρισω τον κοσμο της μοτοσυκλετας οπου ανακαλυψα την αληθινη χαρα στο ταξιδι.
Το πρωτο μου μεγαλο ταξιδι ηταν μια μερα αργιας σε καποιες μακρυνες λιμνες. Θυμαμαι τη μερα αυτη καλα. Η ζεστη και η υγρασια ηταν ηδη αφορητη καθως ξεκινουσα το πρωι προς το Βορρα, περνοντας απο ατελειωτα λιβαδια και αγροτικες εκτασεις της επαρχιας.
Και καθως ο ηλιος επεφτε το απογευμα με βρηκε να κυνηγαω το ηλιοβασιλεμα καθως ο δρομος ακολουθουσε την ακτογραμμη.
Ομως η καλυτερη στιγμη ηταν οταν εφτασα το καμπινγκ που θα διανυκτερευα το βραδυ. Μετα απο 700 χιλιομετρα και 14 ωρες στη σελα, αντικρυσα ενα τεραστιο, ολογιομο φεγγαρι καθως αναδυοταν απο τα ηρεμα νερα της θαλασσας και ελουζε τον κοσμο ολο με ασημι…
Ακομα και σημερα αυτη η μνημη μου κοβει την ανασα…
Πολλα ταξιδια εγιναν απο τοτε. Καποια μακρυνα, καποια κοντινα, με καλο καιρο και με ασχημο, αλλα ολα αφησαν το σημαδι τους επανω στη ψυχη και το μυαλο οπως τα σημαδια στο παλιο δερματινο μπουφαν απο τον καιρο και το δρομο.
Η αφορητη ζεστη κατακαλοκαιρο μεσα στο μεσημερι, το απανθρωπο κρυο νυχτα στο βουνο χειμωνα, η ανελεητη βροχη, οι επιβλητικες οροσειρες και η ανοιχτη θαλασσα καθως ξεδιπλωνεται απο μια στροφη του δρομου, το λαμπυρισμα του ηλιου στις λιμνες πισω απο τα δεντρα, οι φυλλωσιες των δεντρων μεσα στο δασος, οι πολεις, τα χωρια και τα χαμογελαστα προσωπα που χαιρετουσαν τον ταξιδιωτη…
Το ηλικιωμενο ζευγαρι που πραγματικα καταλαβαινε το «γιατι» των ταξιδιων μου. Η το 4χρονο παιδακι που καθοταν στην σελα της μηχανης με γουρλωμενα ματια, και η φωτια που εκαιγε μεσα του καθως ο χαμογελαστος πατερας του το πηρε μακρυα.
Ετσι ειναι αυτη την σκοτεινη νυχτα που χιλιαδες αναμνησεις με επισκεπτονται και αφηνουν το γνωστο γλυκο πονο. Θελω να φυγω ξανα. Δεν εχει σημασια που δεν ειμαι πλεον ο νεος αντρας που καποτε ημουν. Ειμαι σιγουρος οτι η ωρα θα ερθει ξανα.
Καποια μερα, ο ηλιος θα με βρει ξανα πανω σε μια μηχανη φορτωμενη για περιπετεια και ανακαλυψη. Και θα καβαλησω μεχρι τον μακρυνο οριζοντα, με την καρδια να τραγουδαει ενα ενδοξο υμνο… Το τραγουδι του δρομου.
Ο ηλιος μολις εχει ανατειλλει στον ξαστερο ουρανο, η μερα ειναι ακομα φρεσκια, νεα, ασπιλη. Ενας τελευταιος ελεγχος στη φορτωμενη μηχανη, το κλειδι γυρναει στο διακοπτη, η μιζα πατιεται. Το μοτερ σπαει στη σιωπη με ενα βαρυ μουγκρητο, και με ενα τελευταιο αντιο η μηχανη κυλαει νωχελικα στο δρομο. Το πνευμα αρχιζει να πεταει γιατι απαντησαμε στο καλεσμα του ανοιχτου δρομου.
Καθε ανοιξη υποφερω απο τους πονους της περιπετειας. Προσπαθω να τους απαλυνω με Κυριακατικες βολτες και μακρυνες διαδρομες απο το γραφειο. Αλλα καθως ο καιρος παιρνει να ζεσταινει και η μερα μακραινει, δεν μπορω παρα να ανοιξω το χαρτη και να ονειρευτω.
Δραματικα τοπια περνανε απο το μυαλο μου, οπως μια καταιγιδα κυλαει στον ουρανο. Και καπου εκει υπαρχει μια φωνη, χαμηλη αλλα τοσο γοητευτικη να με καλει να δραπετευσω απο το κουτακι της ζωης μου και να αγκαλιασω την ελευθερια του ανοιχτου δρομου.
Ο χαρτης ειναι ο καμβας οπου ζωγραφιζω τα ονειρα μου -ενα πορτραιτο απο ατελειωτα πεδινα, επιβλητικες οροσειρες, κινουμενες ερημους και δρομους που αγκαλιαζουν ακτες. Τα ματια μου ακολουθουν τις πολυχρωμες γραμμες στη σελιδα, αλλα στο μυαλο μου νοιωθω ηδη τον ηλιο στους ωμους μου, τον ανεμο στο προσωπο μου, και την χαρα ενος εξερευνητικου και ανησυχου πνευματος.
Απο παιδι ακομα ο οριζοντας παντα μου εγνεφε.
Για αλλους, αυτη η γραμμη μεταξυ ουρανου και γης ειναι ενα οριο, ενας προστατευτικος τοιχος που περιβαλλει τα γνωστα και γνωριμα.
Για εμενα ομως ο οριζοντας ειναι η πυλη σε μερη που δεν εχω παει και πραγματα που δεν εχω δει, σε ανθρωπους που δεν γνωρισα, εμπειριες που δεν εζησα.
Παντα ταξιδευαμε μακρυα σαν οικογενεια. Αλλα δεν ηταν προτου να γνωρισω τον κοσμο της μοτοσυκλετας οπου ανακαλυψα την αληθινη χαρα στο ταξιδι.
Το πρωτο μου μεγαλο ταξιδι ηταν μια μερα αργιας σε καποιες μακρυνες λιμνες. Θυμαμαι τη μερα αυτη καλα. Η ζεστη και η υγρασια ηταν ηδη αφορητη καθως ξεκινουσα το πρωι προς το Βορρα, περνοντας απο ατελειωτα λιβαδια και αγροτικες εκτασεις της επαρχιας.
Και καθως ο ηλιος επεφτε το απογευμα με βρηκε να κυνηγαω το ηλιοβασιλεμα καθως ο δρομος ακολουθουσε την ακτογραμμη.
Ομως η καλυτερη στιγμη ηταν οταν εφτασα το καμπινγκ που θα διανυκτερευα το βραδυ. Μετα απο 700 χιλιομετρα και 14 ωρες στη σελα, αντικρυσα ενα τεραστιο, ολογιομο φεγγαρι καθως αναδυοταν απο τα ηρεμα νερα της θαλασσας και ελουζε τον κοσμο ολο με ασημι…
Ακομα και σημερα αυτη η μνημη μου κοβει την ανασα…
Πολλα ταξιδια εγιναν απο τοτε. Καποια μακρυνα, καποια κοντινα, με καλο καιρο και με ασχημο, αλλα ολα αφησαν το σημαδι τους επανω στη ψυχη και το μυαλο οπως τα σημαδια στο παλιο δερματινο μπουφαν απο τον καιρο και το δρομο.
Η αφορητη ζεστη κατακαλοκαιρο μεσα στο μεσημερι, το απανθρωπο κρυο νυχτα στο βουνο χειμωνα, η ανελεητη βροχη, οι επιβλητικες οροσειρες και η ανοιχτη θαλασσα καθως ξεδιπλωνεται απο μια στροφη του δρομου, το λαμπυρισμα του ηλιου στις λιμνες πισω απο τα δεντρα, οι φυλλωσιες των δεντρων μεσα στο δασος, οι πολεις, τα χωρια και τα χαμογελαστα προσωπα που χαιρετουσαν τον ταξιδιωτη…
Το ηλικιωμενο ζευγαρι που πραγματικα καταλαβαινε το «γιατι» των ταξιδιων μου. Η το 4χρονο παιδακι που καθοταν στην σελα της μηχανης με γουρλωμενα ματια, και η φωτια που εκαιγε μεσα του καθως ο χαμογελαστος πατερας του το πηρε μακρυα.
Ετσι ειναι αυτη την σκοτεινη νυχτα που χιλιαδες αναμνησεις με επισκεπτονται και αφηνουν το γνωστο γλυκο πονο. Θελω να φυγω ξανα. Δεν εχει σημασια που δεν ειμαι πλεον ο νεος αντρας που καποτε ημουν. Ειμαι σιγουρος οτι η ωρα θα ερθει ξανα.
Καποια μερα, ο ηλιος θα με βρει ξανα πανω σε μια μηχανη φορτωμενη για περιπετεια και ανακαλυψη. Και θα καβαλησω μεχρι τον μακρυνο οριζοντα, με την καρδια να τραγουδαει ενα ενδοξο υμνο… Το τραγουδι του δρομου.