BRITT
Είναι και αυτή μία από εκείνες τις στιγμές που μια σημαντική απόφαση σου δίνει η ίδια από μόνη της τόση δύναμη που μπορείς να αντιμετωπίσεις με σιγουριά τις προκλήσεις της ζωής που έρχεται, παρά τις επίμονα αντίθετες παροτρύνσεις της πλειοψηφείας του περίγυρου σου! Βλέπετε ο στρατός ήταν ένας αρκετά καλά αμοιβόμενος τομέας του δημοσίου για να εγκαταλειφθεί τόσο εύκολα, ιδιαίτερα στην Ελλάδα.
13 Μαΐου 1988 ήταν που μπήκα στο τρελοκομείο σε ηλικία 17 ετών, οτι είχα ξεφορτωθεί τα σπυράκια της εφηβείας. Πέντε χρόνια και μία μέρα μετά δλδ στις 13 Μαϊου του 1993, ήταν η τελευταία μέρα... η μέρα που κρέμασα για πάντα το τζάκετ με τη διπλή σαρδέλα στο γιακά, μετά από 5 χρόνια στον στρατό ξηράς. Γεννημένος τον Δεκέμβριο του 1970 είχα κλείσει πλέον τα 22 και με την αισιοδοξία που σου δίνουν τα νιάτα,αλλά και τη ψευδαίσθηση οτι είσαι ωραίος, ώριμος και δυνατός, έτοιμος να αντιμετωπίσης τα πάντα, το μόνο συναίσθημα που ένιωθα ήταν αυτό της απόλυτης ελευθερίας και της σιγουριάς πως η περιπέτεια της ζωής μόλις ξεκινούσε για μένα. Μαλακίες δλδ αλλά τέλος πάντων...
Ο Βαγγέλης ήταν τότε -αλλά το σημαντικό είναι πως παραμένει μέχρι και σήμερα- ένας από τους καλύτερους φίλους μου. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που γνώρισα στην Ελλάδα το 1978 όταν ήρθα από τη Γερμανία σε ηλικία σχεδόν 7 χρονών. Το ωραίο της υπόθεσης ήταν οτι είναι μοτοσυκλετιστής, όπως ήμουν κι εγώ. Όλοι οι τότε μοτοσυκλετιστές φίλοι μου είχαν μείνει πίσω στη Λέσβο, το μέρος όπου βρισκόμουν όταν παραιτήθηκα από το στρατό, οπότε ο Βαγγέλης είχε ακόμη έναν λόγο να είναι αυτό που λέμε «ο άνθρωπος μου».
Σχεδόν αμέσως –τον Ιούνιο- αποκαταστάθηκα επαγγελματικά, πράγμα που δεν ήταν στα σχέδια μου αφού ήθελα να φύγω για τρεις μήνες στη Γερμανία με σκοπό να φρεσκάρω τα Γερμανικά μου που είχαν πέσει σε χειμέρια νάρκη δε θυμάμαι κι εγώ από πότε. Εκείνη την εποχή συνηθίζαμε τα περισσότερα απογεύματα να τα περνάμε μέχρι αργά το βράδυ στο σπίτι της Britt, μιας τρελάρας μεσήλικης Ελληνο-Ολλανδέζας φίλης μας. Καταπληκτικές βραδιές που γέμιζαν με πολύ όμορφες συζητήσεις, επιτραπέζια παιχνίδια και άφθονο γέλιο. Η Britt ήταν μητέρα 4 τέκνων, εκ των οποίων οι δυο μεσαίοι ηλικιακά ήταν φίλοι του Βαγγέλη αλλά η ίδια ήταν τόσο ζωντανός και έξυπνος άνθρωπος που σύντομα ο σκοπός των επισκέψεων μας είχε γίνει περισσότερο εκείνη.
Ο Βαγγέλης τότε είχε ένα XT600 Benetton κι εγώ είχα ένα εκπληκτικό – φανταστικό- πολύστροφο KLE500 (δε σας γράφω περισσότερα για να μη κομπλάρετε καθώς οι περισσότεροι είστε και χρεπολάγνοι).
Ήταν ακόμη Ιούνιος και ήταν ένα από εκείνα τα βράδια που αρχίσαμε να συζητάμε σε ποιό νησί θα πάμε με τις μηχανές μας για τις διακοπές του καλοκαιριού. Κάπου εκεί η τηλεόραση παίζει μια διαφήμιση με τον Χάρη Κλυνν για να ακολουθήσει εκείνη της ολοκαίνουριας τότε Superfast Ferries με τα πανέμορφα πλοία. Η Britt βρίσκεται στη κουζίνα και σχεδόν φωνάζοντας μας λέει: “εγώ πάντως τον Αύγουστο θα πάω με τον γκόμενο στην Ολλανδία”. Τα μάτια του Βαγγέλη διασταυρώθηκαν με τα δικά μου. Ευρώπη! Αλλά που;
Ήταν 1993 και η Ισπανία «έπαιζε» πολύ, αφού ένα χρόνο νωρίτερα –το 1992- η Βαρκελώνη φιλοξένησε τους Ολυμπιακούς αγώνες. Εκεί λοιπόν θα πηγαίναμε. Για καλή μας τύχη η Britt είχε υπολογιστή, πράγμα όχι και τόσο συνηθισμένο εκείνα τα χρόνια. Αυτό μας έδωσε πρόσβαση σε αρκετή πληροφόρηση. Τα βράδια που ακολούθησαν μελετούσαμε χάρτες, υπολογίζαμε χιλιόμετρα που έπρεπε να καλύψουμε αλλά και τα χρήματα που έπρεπε να σπαταληθούν με τρόπο έξυπνο και οικονομικό σε βενζίνες, διόδια, φαγητό και διανυκτερεύσεις. Καταλήξαμε πως θα διανυκτερεύουμε σε κάμπινγκ και οτι θα χρειαστούμε 2 συνεπιβάτες οι οποίοι θα συμμετείχαν οικονομικά για να καταφέρουμε να υλοποιήσουμε το ταξίδι των 18 ημερών και των 120.000 δραχμών έκαστος.
Θα διασχύζαμε σχεδόν κάθετα την Ιταλία, θα διανύαμε όλη τη νότια ακτογραμμή της Γαλλίας και περνώντας τα Πηρηναία όρη θα φτάναμε στον προορισμό μας, τη Βαρκελώνη.
Πέρα από τον σχεδιασμό του ταξιδιού έπρεπε να γίνουν και κάποιες επενδύσεις στη ταξιδιωτική και μεταφορική ικανότητα των μοτοσυκλετών μας. Στο XT ο Βαγγέλης έβαλε ένα 24 λίτρων ντεπόζιτο Acerbis, χαμηλό φτερό εμπρός, σχάρα και μπαγκαζιέρα καθώς και μια έξτρα σχάρα εμπρός από τη μάσκα του φαναριού. Στο KLE έφτιαξα ένα χειροποίητο ανεμοθώρακα από πλέξιγκλας, μια μπάρα προστασίας του κινητήρα ιδιοκατασκευή χρησιμοποιώντας τμήμα μιας σιδερώστρας, έβαλα μια μπαγκαζιέρα και ένα ζευγάρι δερμάτινα σαμάρια και το σπουδαιότερο ένα παγούρι 1 λίτρου για νερό πάνω στο τιμόνι. Μεγάλη κοτσάνα, δεν το χρησιμοποίησα ποτέ.
Και οι δυο είχαμε προμηθευτεί ξηρά τροφή σε κονσέρβες, ικανές να καλύψουν τις διατροφικές μας ανάγκες ίσες με το ¼ των ημερών του ταξιδιού. Ντολμαδάκια, γεμιστά, κορν μπιφ κ.α. μας χάρισαν αρκετά παραπανήσια κιλά φορτώματος τα οποία θα μας απαλλάσαν σταδιακά όπως συμβαίνει με τα αεροστατά όταν πετούν τους σάκκους άμμου προκειμένου να ανυψωθούν.
Ένα μήνα πριν ξεκινήσουμε είχαμε βρει και τους συνεπιβάτες μας, ο ένας ο Γιώργος Λ. ήταν πρώην συνάδελφος μου στο στρατό (είχε παραιτηθεί και αυτός 1,5 χρόνο νωρίτερα) και ο άλλος ο Γιώργος Μ. ήταν φίλος μας, μεγαλωμένος μαζί μας στην ίδια γειτονιά που μέναμε από παιδιά.
Πριν ξεκινήσουμε οι 100.000 δρχ του καθενός μας είχαν μετατραπεί σε Ιταλικές Λιρέτες, σε Γαλλικά Φράγκα και σε Ισπανικές Πεσέτες σε μια προσπάθεια να μειώσουμε τη τυχόν χασούρα από τις διαρκείς προμήθειες της μετατροπής συναλλάγματος. Τις υπόλοιπες 20.000 δρχ τις κρατήσαμε ως backup.
Ο πόλεμος στη πρώην Γιουγκοσλαβία μόλις είχε τελειώσει και αν και μας πέρασε από το μυαλό η ιδέα να περάσουμε από εκεί αποφασίσαμε να πάμε ασφαλώς με το πλοίο από τη Πάτρα. Τα υπερσύγχρονα Superfast Ferries παρέμειναν μια πανέμορφη διαφήμιση στο μυαλό μας γιατί ήταν σημαντικά ακριβότερα και τα εισιτήρια εκδοθήκαν τελικά από τη Minoan Lines. Θα ταξιδεύαμε με το πλοίο Φαίδρα.
Το ταξίδι μας ξεκινάει. Η ημερομηνία αναχώρησης ήταν Πέμπτη 22 Ιουλίου 1993…
Τελευταία επεξεργασία: