Επιστρεφοντας και κοιταζοντας την Ευβοια, κλεινω με ενα ποιημα του Καπετανιου!
Ο ήλιος έσκασε από το φρύδι της Δίρφυς και τα μενεξελιά χρώματα της χαραυγής, ρόδισαν κι άνοιξαν ,από μαβιά έγιναν άλικα και καθώς οι χρυσές αχτίνες κάλπασαν στις πλαγιές, πέρασαν τις πεδιάδες και συνάντησαν τα γαλανά νερά, το χρυσό το μαβί το κόκκινο και το γαλάζιο μπλέχτηκαν μεταξύ τους και γέννησαν ένα ιριδίζον θεσπέσιο σύννεφο χρωμάτων, όπως αυτό της ημέρας της Δημιουργίας κι έπεσε το χρυσοκκόκινο με το γαλάζιο και το μαβί κι έλουσε το λιμανάκι και τον ντόκο, κι άστραψε το αλουμίνιο στα κατάρτια των ιστιοφόρων και η πνοή του αέρα που λες και ξύπνησε μαζί με την πλάση, ρυτίδωσε το νερό που έστιλβε και πετούσε αστραφτερές αντανακλάσεις. Μοσκοβόλησε φρεσκοψημένο καφέ το κατάστρωμα κι ο καπετάνιος έλυσε τους κάβους. Ανάποδα προπέλλα, στην μπάντα το τιμόνι, βίρα μαντάρι της Μαίστρας, σηκώθηκε μαλακά το λευκό πανί, πήρε το μαιστράλι σοφράνο και κολύμπησε ήσυχα στον κόλπο, στον ίδιο κόλπο στα ίδια νερά απ'όπου σήκωσαν πανιά οι Αχαιοί γιά να αλώσουν την Τροία. Έκλεισε την μανέτα του γκαζιού, το πατ-πατ-πατ του κινητήρα έπαψε και καθώς έκανε τσίμα γιά να πιάσει την ρέφλα του πελαγίσιου αέρα, δεν άκουγες παρά την μουσική του ανέμου στα ξάρτια και το μουρμούρισμα της πλώρης καθώς έκοβε το νερό και τον φλοίσβο του καθώς το πέταγε στις πάντες. Ο καπετάνιος έκανε σκιάδι την παλάμη του στον ήλιο που είχε ανέβει δυό τρεις οργιές, ρούφηξε ηχηρά μιά χρούπα καφέ, κοίταξε την πυξίδα του, έδωσε τις μοίρες στο τιμόνι κι έβαλε ρότα γιά τον Αλμυροπόταμο... Καλημέρα φίλοι.