Μέρα 2η... Μάνη!
Αν και το σχολικό ρεβεγιόν σε παρακείμενο μαγαζί το προηγούμενο βράδυ τάραξε τον ύπνο μας παρόλα αυτά υπήρχε ένας ενθουσιασμός για αυτά που πρόκειται να δουμε που μας έκανε να είμαστε στο πόδι από νωρίς. Τα πρώτα χιλιόμετρα διαδικαστικά να απομακρυνθουμε από τον αστικό ιστό της Καλαμάτας χωρίς καφεϊνη στον οργανισμό μας. Το μάτι όμως ανοιξε για τα καλά όταν άρχισαν να μας κατακλίζουν ωραίες εικόνες όπως αυτές από Καρδαμύλι και μετά…
Τότε είναι που φτάσαμε στον δικό μου επίγειο παράδεισο, το λιλιπούτειο Λιμένι, επίνειο της Αρεόπολης. Δεν μπορώ να το εξηγήσω αλλά τα διάφανα τιρκουάζ χρώματα της θάλλασας σε συνδυασμό με τα περιποιημένα πετρόχτιστα σπίτια και την η πρωινή αύρα με έκανε να αφαιθώ, να παγώσω τον χρόνο και να απολαυσω την στιγμή. Φαντάζομαι θα είναι διαφορετικά όταν πλακώσουν οι ορδές των τουριστών το καλοκαίρι σε αυτό το μικρό παραθεριστικό μέρος και η ζέστη γίνει αφόρητη, όμως τέλη Απριλίου που ήρθαμε εμείς το σκηνικό ήταν ιδανικό, βγαλμένο από ταινία. Ώρα να βγει η φωτογραφική…
Ο Νινο σε κέφια
...κάνοντας γνωριμίες
Είπαμε να φτάσουμε μέχρι την άκρη του δρόμου για να δουμε και την εκεί οπτική του γραφικού παραθαλάσσιου οικισμού. Εκεί είδα και το πρώτο ζωντανό φίδι της χρονιάς αν και δυσκολευτηκα να αναγνωρίσω το σχήμα του πάνω στο πλάτωμα και παραλίγο να το πατήσω με τις ρόδες της μηχανής.
- “Είδες το φίδι στο δρόμο” λέω στον Μάρκο.
- Πλησιάζοντας πρώτος ο Μάρκος μου λέει “Δεν είναι ένα είναι δύο”.
Η φώτο ντοκουμέντο….
*Μετά από λιγο το φίδι έφυγε “τσαντισμένο” γιατί η παρουσία μας του χαλάσε το γεύμα.
Στην συνέχεια μια σύντομη γύρα στην Αρεόπολη και την κεντρική πλατεία της όπου βρίσκεται και η εκκλησία των Ταξιαρχών με το εντυπωσιακό πολυώροφο καμπαναριό (1836) που αποτελεί σήμα όλης της πόλης.
Επόμενος σταθμός το σπήλαιο Γλυφάδα (ή Βλυχάδα) Διρού. Πρόκειται για ένα από τα πιο εντυπωσιακά σπήλαια όχι της χώρας αλλά του κόσμου και το μεγαλύτερο μέρος της επίσκεψης γίνεται με βαρκούλες των 7 ατόμων και τον βαρκάρη που επιτελεί χρέη ξεναγού.
Είχα ακούσει για αναμονή αλλά ευτυχώς δεν είχε κόσμο ή τουλαχιστον δεν είχε όταν φτάσαμε γιατί μετά από λίγο σκάνε δύο εκδρομικά λεωφορεία με 80 περίπου μαθητές και έγινε νταβαντούρι. Εκεί λοιπόν που οι βαρκάρηδες ήταν χαλαροί και περίμεναν να συμπληρώσουν άτομα για την βαρκάδα, άρχισαν να τρέχουν. Μας έδωσαν σωσίβια και αποβιβαστήκαμε στην βάρκα. Ο Μάρκος έμεινε έξω γιατί το είχε ξανακάνει. Μαζί με μένα τέσσερις μαθήτριες και ένα ζευγάρι ηλικιωμένων ξένων (τους άφησα να κάτσουν μπροστά από ευγένεια).
Εκεί αρχίζει ένα ράλυ από τον βαρκάρη (κάναμε και προσπέραση άλλης βάρκας) ώστε να κάνει στα γρήγορα το τουρ. Δεν υπήρχε καμία επαφή με τους ξένους που ήταν μπροστά αφού το λοκάλι ο βαρκάρης μίλαγε άπταιστα… Ελληνικά. Ούτε ένα απλό γουότς γιορ χεντς, ντοντ πουτ γιορ χαντς ον δε σάιντ οφ δε μπόατ, μπι κέιρφουλ κάτι. Θα έπρεπε να μας δώσουν και κράνη αφού το σπήλαιο είναι σε πολλά σημεία χαμηλό και οι σταλακτίτες είναι ωραίοι να τους βλέπεις αλλά όχι να κοπανάνε το κεφάλι σου. Το καλύτερο όμως κομμάτι το έγραψα σε βίντεο…. είναι από τις στιγμές που ο ίδιος ο βαρκάρης - ξεναγός γίνεται μέρος της ατρακτιόν.
* 13€/άτομο το εισητήριο. Λίγο ακριβό, αξίζει όμως λόγω της μοναδικότητας του σπηλαίου. Μην το χάσετε αν βρεθείτε στην περιοχή.
Επιστροφή στην Αρεόπολη να προμηθευτούμε φαγητό και μπύρες για τον δρόμο. Είμασταν άτυχοι με τις ψησταριές γιατί ήταν σχετικά νωρίς όμως για καλή μας τύχη ένας βενζινάς μας πρότεινε έναν χασάπη, ο οποίος κατόπιν παραγγελίας ψήνει επιτόπου ότι του ζητήσεις (Ελλαδάρα!). Πηγαίνοντας εκεί μας πρόσφερε ψητό κοτόπουλο που μόλις είχε φτιάξει (μάλλον για τον ίδιο) με κόστος μόλις 10€ και χωρίς αναμονή (κανονικά θα ήθελε κανα 45’). Τον χιλιοευχαριστήσαμε και φύγαμε προς Γερολιμένα. Ένα καλό τιπ είναι περνόντας από Αρεόπολη να έχετε κάνει την παραγγελία σας και μετά το σπήλαιο να πάτε να την πάρετε.
Ορμητήριο των Μανιατών πειρατών τα παλιά χρόνια ο φυσικός όρμος του Γερολιμένα (Ιερό Λιμάνι) αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της Μανιάτικης ιστορίας. Σήμερα αποτελεί τουριστικό θέρετρο με πέτρινα κτίσματα να αγγίζουν την θάλλασα σε αρμονία με το περιβάλλον τοπίο, δίνοντας του μια ιδιαίτερη γραφική νότα.
Εκεί επιλέξαμε να χτυπήσουμε το φαϊ που προμηθευτήκαμε από Αρεόπολη όσο οι μπύρες ήταν ακόμα παγωμένες. Μια θέση στα σκαλάκια δίπλα στα πετρόχτιστα με θέα τον όρμο ήταν ότι έπρεπε για να μας δώσει δυνάμεις για το περπάτημα στον φάρο που θα ακολουθούσε.
Στην παρέα προσωρινά προστέθηκε και ο “τσαμπουκάς” της γειτονιάς.
Μετά από έναν γρήγορο cafe και ένα νεράκι για τον δρομο συνεχίσαμε τον δρόμο μας νοτιότερα φτάνοντας στην Βάθεια. Σε όλη την διαδρομή βρίσκαμε πυργόσπιτα και ήταν σαν να τα κυνηγάμε αλλά εδώ ήταν μαζεμένα και επιβλητικά. Ίσως η πιο χαρακτηριστική εικόνα της Μανης.
Οι πύργοι της σιωπής
Νοτιότερα ακόμα η χερσόνησος στενεύει και σου επιτρέπει να δεις και το ανατολικό και το δυτικό μέρος της.
Δυτικά υπάρχει το Μαρμάρι (Αχίλλειον)
Ανατολικά το Πορτοκάγιο (Ψαμαθούς)
… και οι δύο εξαίσιοι θερινοί προορισμοί για να κάνεις το μπάνιο σου και να κατασκηνώσεις σεβόμενος πάντα τον χώρο που σε φιλοξενεί και τους ανθρώπους γύρω σου.
Νοτιότερα ακόμα, -δεν πάει άλλο νοτιότερα τουλάχιστον με ρόδες- φτάνουμε στα Κοκκινόγεια και παρκάρουμε τις μηχανές, ντυνόμαστε ανάλογα, παπούτσια για περπάτημα, βερμουδίτσα, νερό και καπέλο και φεύγουμε για το νοτιότερο άκρο της ανατολικής ηπειρωτικής Ευρώπης, το ακρωτήρι Ταίναρο (ή κάβο Ματαπά). Το σημείο στο άκρο του από ψηλα φαίνεται σαν μία λόγχη που εισχωρεί στην θάλασσα. Εκεί δεσπόζει επιβλητικός ο φάρος Ταινάρου.
Το περπάτημα είναι περίπου 30’ να πας και άλλο τόσο να γυρίσεις. Σκιά δεν υπάρχει και φαντάζομαι το καλοκαίρι θα είναι ζόρι με τον ήλιο να σε χτυπάει ντάλα. Ευτυχώς εμείς είχαμε ένα αεράκι να μας δροσίζει αλλά καλό είναι εσείς που είστε πιο ευαίσθητοι
wacky
να βάλετε αντιλιακό.
Εκεί υπάρχει και το ρωμαϊκό ψηφιδωτό δάπεδο… το υπνομαντείο κ.α.
Αφού πήραμε μια ανάσα ετοιμαστήκαμε για τον δρόμο της επιστροφή προς Γύθειο που θα μέναμε το βράδυ, επιλέγοντας την ανατολική πλευρά αυτή την φορά προς Λάγια.
Η θέα εξακολουθούσε να μαγευει με μερικά καλά κομμάτια δρόμου (λίγα).
...και ξανά κυνηγητό σε εκκλησάκια και πυργόσπιτα
Κάπου εκεί λιγο πριν την Λάγια χάθηκα και με τον Μάρκο. Κλασσικά εγώ σταμάταγα να βγάζω φωτογραφίες εδώ και εκεί και ο Μάρκος προσπέρναγε και συνέχιζε μπροστά όπου τον έφτανα μετά από λίγο (μπορεί να με περίμενε και σε μια επόμενη διασταύρωση). Τελικά βρεθήκαμε ξανά στο Γυθειο έξω από τον ξενώνα (σχεδόν μαζί φτάσαμε). Θα κάνω ιδιαίτερη αναφορά για τον ξενώνα hotel boutique που μας φιλοξένησε στο Γύθειο στο επόμενο σκέλος της περιγραφής γιατί πραγματικά ήταν jack pot.
Αμέσως μετά αφού ξεφορτώσαμε τις μηχανές φεύγουμε με τον Μάρκο για το Ναυάγιο “Δημήτρης” στην παραλία Βαλτάκι. Ένα από τα αξιοθέατα της περιοχής αφού βλέποντας αμφιθεατρικά την παραλία και το προσαραγμένο πλοίο δημιουργείται ένα απόκοσμο σκηνικό. Το φως του ήλιου που έχει αρχίσει να δύει μας δίνει την ευκαιρία να το δούμε σε όλο του το μεγαλείο. Στήνω τρίποδο, φωτογραφική και αρχίζω να τραβάω εικόνες. Ο Μάρκος κατεβαίνει παραλία να το δει από κοντά.
Εδώ βλέπετε τον Μάρκο να κάνει βόλτα στην παραλία… Ναι αυτή η κουκίδα είναι.
Λίγο πιο πέρα το Γύθειο και ακόμα ένα αξιοθέατο που ήθελα να δω από κοντά, ο φάρος Κρανάη Γυθείου. Ένας μικρός αγώνας να προλάβω τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου και να βγάλω και εκεί μια φωτογραφία (έχω μανία με τους φάρους).
Ευτυχώς η πρόσβαση είναι εύκολη αφού η νησίδα Κρανάη που βρίσκεται ο φάρος συνδέεται με την ξηρά και φτάνεις εκεί με την μηχανή. Εκεί μέσα σε ένα πευκοδάσος βρίσκεται και ο πύργος Τζανετάκη, στον οποίο στεγάζεται το μουσείο της Μάνης.
Το Γύθειο, τουριστικό με άρωμα παραδοσιακό και σύγχρονη χροιά είναι αρκετά συμπαθητική πόλη. Το καλύτερο τελείωμα σε ένα σύντομο οδοιπορικό στην Μάνη.