Για ένα τέτοιο ταξίδι όπως προανέφερα, σίγουρα είναι απαραίτητη η σωστή προετοιμασία της μηχανής, σίγουρα η εξασφάλιση μιας μεγάλης άδειας και ενός διόλου ευκαταφρόνητου οικονομικού ποσού, σίγουρα η τακτοποίηση οικογενειακών και λοιπών υποχρεώσεων και ένα σωρό άλλα πράγματα. Το πιο σημαντικό κατά τη γνώμη μου ωστόσο είναι η επιλογή των συνοδοιπόρων, των ανθρώπων δηλαδή με τους οποίους θα περάσεις κάθε στιγμή από τον ένα περίπου μήνα από την έναρξη του ταξιδιού. Και πιστέψτε με, δεν είναι μικρό διάστημα.
Υπάρχουν άνθρωποι που ταξιδεύουν μόνοι. Είτε γιατί αυτό τους αρέσει είτε γιατί αν περιμένουν να βρεθεί η κατάλληλη παρέα για να πάνε κάπου, μπορεί και να μην πάνε ποτέ. Την κατηγορία αυτή των ανθρώπων την σέβομαι απεριόριστα και η αλήθεια είναι ότι με γοητεύει αφάνταστα αυτός ο τρόπος ταξιδιού. Απλά δεν είναι για εμένα. Είμαι της άποψης ότι όταν μοιράζεται κάποιος κάτι όμορφο (με την σύντροφό του ή την παρέα του δεν έχει διαφορά) η χαρά διπλασιάζεται και αντίθετα όταν μοιράζεται μια δυσκολία η στεναχώρια μετριάζεται. Επίσης υπάρχουν και πρακτικά θέματα. Μια ζημιά, ένα ατύχημα (όπως στην περίπτωσή μου που σε μια στατική πτώση πιάστηκε κάθετα το πέλμα μου κάτω από την μηχανή, με ακινητοποίησε και εαν δεν ήταν ο Γιώργος ακριβώς από πίσω μου ώστε να σηκώσει αμέσως κατά 10εκ τη μηχανή και να ξεγλυστήσω θα είχα αφήσει τον αστράγαλό μου κάπου στο Pamir) ή κάτι σχετικό είναι σαφώς πιο δύσκολο να αντιμετωπιστούν από μόνο ένα άτομο. Ακόμη και να βγει στο τέλος άκρη, ο χρόνος που απαιτείται σε αυτές τις περιπτώσεις είναι δυσανάλογα μεγάλος.
Υπάρχει όμως κάτι που δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να παραβλέψουμε. Σε ένα μεγάλο ταξίδι είναι μαθηματικά βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα υπάρξουν εντάσεις. Αυτό ήθελε να προλάβει ο Χριστόφορος με το μήνυμά του ακριβώς την προηγούμενη ημέρα από την έναρξη του ταξιδιού. Όσο οι ημέρες περνάνε και η κούραση συσσωρεύεται τόσο οι εντάσεις αυτές είναι πιο πιθανό να κάνουν την εμφάνισή τους. Εάν μάλιστα προσθέσει κανείς και τις δυσκολίες από τις ακραίες κλιματολογικές συνθήκες, τη δυσκολία του δρόμου (ατελείωτες ευθείες ή σκληρό χωμάτινο τερέν) το πράγμα γίνεται ακόμη πιο περίπλοκο.
Παράλληλα, ο ρυθμός ταξιδιού του καθένα είναι διαφορετικός. Άλλος ξυπνάει χαράματα και άλλος θέλει να έχει σηκωθεί για τα καλά ο ήλιος πριν βάλει μπρος, άλλος να φάει κάτι στο πόδι και άλλος να φάει σε ένα εστιατόριο, άλλος να βάζει συνεχόμενα χιλιόμετρα και άλλος να κάνει συνέχεια στάσεις. Ένα ακόμη σημείο τριβής είναι και το θέμα της διανυκτέρευσης. Όταν έχεις υπολογίσει γύρω στις 30 διανυκτερεύσεις (και καμία σε σκηνή), μαζεύεται ένα μεγάλο ποσό ως κόστος. Και εκεί τι θα γίνει; Θα πάει η ομάδα σε ένα φτηνό κατάλυμα (τρύπα πολλές φορές) ή σε κάποιο καλό που θα τινάξει όμως την μπάγκα (για ορισμένους) στον αέρα; Μέσες λύσεις δεν υπάρχουν πάντα και το ενδεχόμενο να σπάσει η ομάδα σε πχ 2 και 2 είναι ακόμη χειρότερο για ευνόητους λόγους. Εκεί λοιπόν υπεισέρχεται το θέμα της επιλογής της παρέας. Και μη νομίσει κάποιος ότι με τον κολλητό του θα είναι όλα ρόδινα. Εκεί ίσως είναι και χειρότερα, γιατί με τον κολλητό υπάρχει πολύ μεγαλύτερη οικειότητα οπότε τα πράγματα μπορεί να εκτραχυνθούν ακόμη πιο εύκολα ενώ με έναν «άγνωστο», όσο να ναι, υπάρχει μια συγκράτηση.
Με τον Χριστόφορο και τον Κώστα είχαμε ήδη κάνει ένα μεγάλο ταξίδι 15 ημερών στην Τουρκία – Γεωργία – Αρμενία – Ναγκόρνο Καραμπάχ, με χαρακτηριστικά παραπλήσια με το φετινό και η παρέα είχε δοκιμαστεί με επιτυχία. Βέβαια και τότε με τον Κώστα υπήρχε ρίσκο αφού το ταξίδι το είχαμε αποφασίσει με τον Χριστόφορο και μόνο ένα μήνα πριν γνωρίσαμε τον Κώστα και μας είπε ότι θα ήθελε να ακολουθήσει. Με λίγα λόγια δεν είχαμε κάνει ούτε μια ημερήσια βόλτα μαζί, αλλά τελικά μας βγήκε. Βέβαια σε αυτό συντέλεσε και το γεγονός ότι ξέραμε ότι το παλικάρι είχε ταξιδέψει περισσότερο και από τους δύο μαζί (με μηχανή, αυτοκίνητο, κτλ δεν έχει τόσο σημασία).
Φέτος λοιπόν σειρά είχε ο Γιώργος. 1-2 μήνες πριν ξεκινήσουμε εξέφρασε την επιθυμία να ακολουθήσει και αυτός στο ταξίδι. Με τον Γιώργο είχε ταξιδέψει στο παρελθόν ο Χριστόφορος και εγώ είχα πάει μερικές μικρής διάρκειας πουροντουράδες. Σε αυτό όμως το ταξίδι φάνηκε ότι ο τρόπος που ταξίδευε ο Γιώργος δεν ταίριαζε με αυτόν των υπόλοιπων ατόμων. Είναι πιο αργός στο πρωινό ξύπνημα, πιο χαλαρός στην προετοιμασία και γενικά πιο επιρρεπής σε διάφορες καθυστερήσεις. Βέβαια είναι και σαφώς πιο γρήγορος στον ρυθμό της οδήγησης και εμείς εκεί τον καθυστερούσαμε. Προσοχή! Δεν λέω ότι αυτό είναι κακό αλλά διαφορετικό από τον τρόπο ταξιδιού των υπολοίπων. Ούτε ότι δεν τον εκτιμώ ως άνθρωπο (που τον εκτιμώ απεριόριστα). Απλά ότι δεν ταιριάζουμε σε ένα τέτοιο ταξίδι.
Αυτό είχε σαν συνέπεια να υπάρχει μια ένταση από την αρχή σχεδόν του ταξιδιού (από την Χίο ακόμη…). Η ένταση αυτή μεταφράστηκε ορισμένες φορές σε εκνευρισμό, άλλες σε απομόνωση, σε δυσαρέσκεια και σίγουρα σε έλλειψη επικοινωνίας και συνεννόησης. Σε μια τέτοια περίσταση επάνω, ο Γιώργος ξεκίνησε πριν από τους υπόλοιπους, μόνος του, και πέρασε τον μισό military road και τον βρήκαμε ξανά στα σύνορα. Αυτό βέβαια είναι ένα μεγάλο σφάλμα της ομάδας (άσχετα ποιος έφταιγε) γιατί εύκολα θα μπορούσε να έχει φύγει ο άνθρωπος σε κάποια στροφή και να μην τον βρει εκεί κανείς. Βέβαια, τότε δεν έγινε ευτυχώς τίποτα οπότε ως προς αυτό όλα καλά.
Ένα πιο σημαντικό ωστόσο σκηνικό έγινε κατά την διαδρομή μας από την Χίβα στην Μπουχάρα. Εκείνη την ημέρα η ζέστη, για ακόμη μια φορά, ήταν ανυπόφορη και το πρόγραμμα προέβλεπε τη διάσχιση μιας εντελώς εχθρικής στέπας - ερήμου. Ο Χριστόφορος είναι ο άνθρωπος που στο ταξίδι μπορεί να σηκώσει τα πάντα. Να ταξιδεύει όλη ημέρα και ενδιάμεσα να φτιάξει και καναδυό μηχανάκια. Δεν μπορεί όμως με την καμία την ζέστη. Ήδη από τις προηγούμενες ημέρες φαινόταν ότι κάθε φορά που η θερμοκρασία ξεπερνούσε τους 35-40 βαθμούς υπέφερε και το βράδυ ήταν σαν κοτόπουλο ζαλισμένος. Οπότε οι στάσεις μέσα στην έρημο με ντάλα ήλιο (σκιά δεν έπαιζε ούτε για πλάκα απλά πουθενά) γι’ αυτόν δεν έπαιζαν. Έλα όμως που θέλαμε (άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο) να βγάζουμε και φωτογραφίες; Τι κάνεις εκεί; Δεν σταματάς; Σταματάς λίγο; Σταματάς πολύ; Εκεί λοιπόν ο Κώστας ήθελε να βγεί από τον δρόμο και να βγάλει φωτογραφία τη μηχανή στην έρημο. Εγώ του είπα ότι προχωράω, με πιο αργό ρυθμό βέβαια. Πρώτο λάθος. Όπως αποδείχθηκε, όσο αργά και να πηγαίνει ο πρώτος, τα χιλιόμετρα τα μαζεύει πολύ δύσκολα ο δεύτερος. Εμένα και τον Χριστόφορο ακολούθησε και ο Γιώργος ο οποίος δεν είδε καν ότι ο Κώστας είχε βγει από τον δρόμο. Προχωρήσαμε δυστυχώς πάρα πολύ. Κάπου εκεί σταματήσαμε σε μια παράγκα με νταλίκες και δεν αφήσαμε τις μηχανές σε σημείο που να φαίνονται εύκολα από τον δρόμο. Δεύτερο λάθος. Πέρασε κάποια ώρα και μετά δεν ξέραμε εάν έχει μείνει πίσω ο Κώστας ή μας έχει προσπεράσει επειδή δεν είδε τις μηχανές. Οπότε τι έπρεπε να κάνουμε για να τον βρούμε; Να πάμε πίσω μήπως έχει ξεμείνει ή να πάμε μπροστά σε περίπτωση που μας έχει προσπεράσει; Μη ξέροντας τι να κάνουμε αποφασίσαμε να προχωρήσουμε και άλλο μέχρι την πρώτη διασταύρωση, όπου ως γνωστόν για όσους ταξιδεύουν (και όσους πηγαίνουν χώμα), οι διασταυρώσεις είναι σημεία στάσης και ελέγχου. Ας σημειωθεί ότι όλος ο δρόμος σχεδόν μέχρι έξω από την Μπουχάρα είναι μια απόλυτη ευθεία. Στην δεύτερη μας στάση λοιπόν σε ένα βενζινάδικο το πράγμα φάνηκε ότι είχε πλέον ξεφύγει, μια που είχαμε απομακρυνθεί από το αρχικό σημείο μπορεί και 150-200κμ.
Κάπου εκεί και ενώ είχαμε σηκωθεί για να γυρίσουμε σκάει μύτη ο Κώστας…Τι είχε γίνει; Μπήκε με την μηχανή σε ένα δρόμο μέσα στην στέπα για να φωτογραφήσει την μηχανή με θέα την έρημο. Στο γυρισμό όμως έχασε τις ροδιές του και ακολούθησε άλλο δρόμο πιο αμμώδη με αποτέλεσμα να έχει μια ανώδυνη πτώση. Το πρόβλημα όμως ήταν ότι η μηχανή (φουλ φορτωμένη) δεν μπορούσε να κουνηθεί στην άμμο. Μην έχοντας βοήθεια για σπρώξιμο – τράβηγμα της μηχανής η λύση για τον Κώστα ήταν να κατεβάσει όλα τα πράγματα από την μηχανή, και αυτό με απίστευτο ήλιο επάνω από το κεφάλι του. Η μια μάλιστα βαλίτσα είχε κολλήσει από την άμμο και παρά τις προσπάθειες δεν έβγαινε με τίποτα (δεν βγήκε παρά μόνο μια ημέρα μετά το τέλος του ταξιδιού και μετά από πολύ καλό πλύσιμο – λάδωμα της μηχανής). Με τα πολλά, μετά από πολύ προσπάθεια, πολύ κούραση και ιδρώτα (και ενώ είχαν αρχίσει να πετάνε γύρω του τα κοράκια και οι γύπες) κατάφερε να ξεκολλήσει την μηχανή, να καβαλήσει και να μας βρει σε κατάσταση τρελής ζαλάδας. Για όποιον είναι περίεργος για την συνέχεια, όχι, δεν μας πλάκωσε στις μπουνιές. Προφανώς παραδεχθήκαμε τα λάθη μας, ζητήσαμε συγνώμη από τον Κώστα (και ζητάω ξανά συγνώμη εδώ) και κάτσαμε τουλάχιστον να θέσουμε ορισμένους πιο αυστηρούς «κανόνες» ώστε να μην επαναληφθεί κάτι παρόμοιο. Η αλήθεια είναι ότι απορήσαμε και οι ίδιοι με τον τρόπο που χειριστήκαμε αυτή την κατάσταση, μια που και οι τρεις μας έχουμε ταξιδέψει αρκετά στο παρελθόν και γενικά μόνο ασυνείδητους δεν μπορεί να μας χαρακτηρίσει κάποιος που μας γνωρίζει καλά. Όποιος λοιπόν είναι έτοιμος να πει ότι εγώ και καλά δεν θα έκανα ποτέ κάτι τέτοιο και τα σχετικά, καλό είναι να το ξανασκεφθεί. Αν δεν βρεθεί κάτω από παρόμοιες συνθήκες απλά δεν μπορεί να ξέρει. Τελεία.
Το ταξίδι όμως ήταν ουσιαστικά στην μέση του και το Τατζικιστάν, με τα υψόμετρα και τους γκρεμούς, δεν ήταν για να παίζεις. Βέβαια, παρά το ότι συνέβη, το πάθημα δεν μας έγινε ακριβώς μάθημα, μια που αφήσαμε κάπου στο Pamir τον Χριστόφορο αυτή τη φορά πίσω (που είχε μείνει για να μαζέψει το ξεχαρβαλωμένο tank bag του Κώστα). Ευτυχώς όμως όχι για τόσο μεγάλη απόσταση και επίσης δεν έγινε και κάτι ανησυχητικό.
Γιατί τα γράφω όλα αυτά; Γιατί όπως φάνηκε από την αρχή του ταξιδιωτικού θέλω να βοηθήσω κάποιον που του αρέσουν τα μέρη αυτά να πραγματοποιήσει το ταξίδι όσο το δυνατόν καλύτερα προετοιμασμένος και έχοντας γνώση κατά το δυνατό των περισσότερων θεμάτων που μπορεί να προκύψουν. Αυτή λοιπόν η παράμετρος της ομάδας είναι μια που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη.