Μηχανικός στη μηχανή
και ναύτης στο τιμόνι
κι ο θερμαστής στο στόκολο
μ’ έξι φωτιές μαλώνει.
Αγάντα θερμαστάκι μου,
και ρίχνε τις φτυαριές σου
μέσα στο καζανάκι σου
να φτιάξουν οι φωτιές σου.
Κάργα ρασκέτα, ωχ, και λοστό
το Μπέι να περάσω
και μες του Κάρντιφ τα νερά
εκεί να πάω ν’ αράξω.
Μα η φωτιά είναι φωτιά,
μα η φωτιά είναι λαύρα
κι η θάλασσα μου τα `κανε
τα σωθικά μου μαύρα.
Τι να σου κάνω πρώτε μου
δεν είναι από τα μένα
που 'ναι τα κάρβουνα ψιλά
τα τούμπα βουλωμένα
Το μπονεζαρι να καει
Το Καρντιφ να βουλιαξει
Μα το καλο το σκιπε στραν
Θεος να το φυλαξει
Σκατζα οι καθρεφτες του καζανιου
Στ αμπαρι στη σεντινα
Και τα ρεφορτσα του τιμονιου
Στραβωσε η λαμαρινα
Αφιερωμένο στους καπτεν επαγγελματίες και μη
Aldebaran
gsmaniac
Μελετώντας σήμερα έπεσα πάνω στα τρία τελευταία στιχάκια αγνώστου πατρός. Άλλοι λένε Καββαδίας άλλοι αδέσποτα. Anyway
Μπορει κάποιος να βοηθήσει στην επεξήγηση των παρακάτω ορισμών;
Στοκολο;
Ρασκετα;
Τι εννοεί τα κάρβουνα ψιλά;
Σκατζα οι καθρεφτες του καζανιου;
Και τα ρεφορτσα του τιμονιου
Στραβωσε η λαμαρινα;