Ταξιδευτής
Αμετανόητα ονειροπόλος
Day 15
Inari (FI) – Rovaniemi – Oulunsalo (FI)
560 km
Αλλη μια μερα στο δρομο ξημερωσε. Αν και τεχνικα δεν νυχτωσε και ποτε. Το βραδυ επεσα να κοιμηθω με το φως του ηλιου εξω απ’ το μικρο παραθυρο του δωματιου να χτυπα τα στορια και το πρωι σηκωθηκα με ακριβως το ιδιο φως. Ο απολυτος αποπροσανατολισμος.
Το μονο που κρατουσε το σωμα μου απ’ την αποδιοργανωση ηταν το μεγαλο ρολοι στον τοιχο. «12 το βραδυ. Κοιμησου. 8 το πρωι. Ξυπνα.»
Πηγα στη κουζινα, εφτιαξα καφεδακι και εκατσα να χαζευω τη θεα της λιμνης απ’ τα μεγαλα παραθυρα του σαλονιου. Ο Marko κοιμοταν του καλου καιρου και δεν ημουν σε βιασυνη να τον ξυπνησω. Σκεφτηκα το ταξιδι μου και τα οσα ειχα δει μεχρι τωρα. Τα μερη που ειδα, τους ανθρωπους που γνωρισα, τις περιπετειες που εζησα.
Ειναι πολυ ιδιαιτερο συναισθημα να βγαινεις στο δρομο χωρις να ξερεις τι σε περιμενει. Σου δινει μια φοβερη ελευθερια που σπανια μπορεις να βρεις οταν εισαι εγκλωβισμενος στην καθημερινοτητα της «κανονικης» σου ζωης. Και καθε φορα που ταξιδευεις γυριζεις διψασμενος για αλλα τοσα, ξανα και ξανα. ««Ειν’ η δικη σου η ατελειωτη διψα / ειναι η διψα που σε κρατα ζωντανο / ειναι η διψα για καθαρο ουρανο« -ποσο αληθινο αυτο το στιχακι.
Θα μπορουμε να συνεχισουμε να ταξιδευουμε αραγε; Κοντρα στις αντιξοοτητες και σε ολα αυτα που μας θελουν γραναζακια του συστηματος; Και το μεγαλυτερο ερωτημα ολων: θα αντεξουμε να πληρωνουμε το τιμημα του ταξιδιωτη; Το ειχα πει και παλιοτερα: Αυτος που ταξιδευει παντα πρεπει να φευγει... Ειναι η ιδια η φυση του ταξιδιου αυτη.
Και το τιμημα το ειχα ηδη νοιωσει καλα στο πετσι μου σ’ αυτο το ταξιδι.
Γυριζεις τον κοσμο, παιρνεις απιστευτες εικονες, ζεις μοναδικες καταστασεις, γνωριζεις υπεροχους ανθρωπους... ομως ολα περνανε μπροστα σου σαν ταινια, εισαι εκει αλλα δεν εισαι πουθενα. Δεν ριζωνεις. Ευχη και καταρα μαζι.
Εγω ομως την αποφαση μου -για καλο η κακο- την ειχα παρει απο παλια και με ειχε οδηγησει εδω τωρα. Σε αυτο το πανεμορφο μερος να σχεδιαζω αλλη μια μερα ταξιδιου. Και οταν ανοιγα αυτους τους παλιους χιλιοσκισμενους χαρτες ηταν σαν το πιο λαμπρο φως της ημερας που εδιωχνε ολες τις σκοτεινες σκεψεις του νου.
Επρεπε να ξεκινησω να ετοιμαζομαι. Σχεδον 600 χιλιομετρα με χωριζαν απο το Oulu, οπου με περιμενε η υπεροχη Φινλανδη φιλη μου η Oili για να με φιλοξενησει στο πατρικο της. Ομως πριν απο αυτο δεν θα μπορουσα να παραλειψω ενα ακομα μερος που ηθελα απο καιρο να δω: το χωριο του Αη Βασιλη στο πασιγνωστο Rovaniemi και το περασμα του Αρκτικου κυκλου ξανα -προς τα νοτια αυτη τη φορα. Σημερα μας περιμενε αλλη μια μεγαλη μερα στο δρομο.
Πηγα και ξυπνησα τον πανυψηλο Φινλανδο που ροχαλιζε ακομα μακαριως -αν τον αφηνα θα κοιμοταν μεχρι τον αλλο μηνα! «Αντε Marko, ειναι ωρα να παρουμε τους δρομους φιλε!»
Οταν οι λεπτομερειες δειχνουν το μερακι των ανθρωπων: μπρελοκ μινι-κορμος (αληθινου) δεντρου...
Η συνεχεια γνωστη: το βασανο του μαζεματος των πραγματων και η γλυκεια προσμονη της αγνωστης διαδρομης που ανοιγεται μπροστα μας, η αιωνια υποσχεση οτι θα ξαναρθεις να δεις οσα δεν προλαβες, ο φιλος που χαμογελαει καβαλα στη μηχανη του, το κλικ της 1ης στο κιβωτιο και το κατεβασμα της ζελατινας... Φυγαμε!
Σημερα παροτι ο προορισμος και των δυο μας θα ηταν το Oulu, ο Marko δεν ηθελε να παρει το κεντρικο δρομο αλλα να κοψει μεσα απο μικρους επαρχιακους.
O Marko σημερα ηθελε να παει μεσω επαρχιακων δρομων μιας που οι απεραντες ευθειες του κεντρικου δρομου δεν ηταν οτι καλυτερο για τη μικρη Shadow. Εγω απ’ την αλλη μιας που ηθελα να δω και το Rovaniemi πριν τον τελικο προορισμο της μερας αποφασισα οτι θα ηταν καλυτερο να παρω την εθνικη οδο -κατι που θα αποδεικνυοταν σοφη επιλογη στη συνεχεια... Δωσαμε ραντεβου στο Oulu και αποχαιρετιστηκαμε προσωρινα. Θα τα λεγαμε παλι συντομα.
O δρομος αγνωστος απλωνοταν ξανα μπροστα μου, ενα πανεμορφο τοπιο και στα ακουστικα ο Warren Hayes με το Banks of the Deep End να τραγουδαει τις σκεψεις μου...
«On the banks of the deep end
Where your soul is your best friend
Searching for a reason to go astray
Wild dreams turn to nightmares
Silver clouds turn to golden stairs
And everything that you used to know is slipping away...»
Οδηγοντας πανω σ’ αυτο το σχετικα μικρο δρομο σκεφτομουν οτι αν αυτο ηταν η εθνικη οδος τους, τοτε οι μικροτεροι επαρχιακοι δρομοι πως θα ηταν; Μια σχετικα συντομη παρακαμψη μου εδωσε την απαντηση. Εδω οι ανθρωποι δεν θεωρουσαν την ασφαλτο ιδιαιτερα σημαντικη...
Πως μπορει μια πινακιδα να σου εξαψει τη φαντασια και να σε καθηλωσει;
Μπορει να γραφει Nord Kapp η και....
Βρισκομουν εξω απ’ το Ivalo τωρα τη τελευταια πολη της βορειας Φινλανδιας πριν τα συνορα με τη Ρωσσια. Τετοια ονοματα πολεων μου εμοιαζαν μυθικα και δεν μπορουσα να πιστεψω οτι ημουν τοσο κοντα τωρα! «Καποια αλλη φορα καλη μου» ψιθυρισα...
Εντελως τυπικα και με την ηλιθια τυχη μου καθως συνεχισα να ταξιδευω νοτια μεσα απ’ αυτο το απεραντο δασος που καποιοι ονομαζαν Φινλανδια ειδα τα συννεφα στον οριζοντα να πυκνωνουν. Ηταν τοσο πολυ να ζητησω μια μερα χωρις βροχη ετσι για αλλαγη;
Συντομα σαν ειρωνικη απαντηση στην ερωτηση μου η βροχη αρχισε να πεφτει δυνατα αλλα εγω συνεχισα. Ειπαμε: κρατουσα το «παραθυρο των δεκα λεπτων». Αντι να σταματαω καθε τρεις και λιγο για αδιαβροχα συνεχιζα κανονικα και μονο αν η βροχη δεν σταματουσε μεσα σε δεκα λεπτα εβρισκα ενα μερος να σταματησω, να στεγνωσω λιγο και να βαλω τα αδιαβροχα.
Αυτη τη φορα ολα εδειχναν οτι η τυχη δεν θα ηταν με το μερος μου. Τα δερματινα ειχαν αρχισει να μουσκευουν -μπορει να κρατουσαν ακομα αλλα αν συνεχιζα μεσα σ’ αυτη τη βροχη δεν θα εμενα στεγνος για πολυ.
Καπου εκει ενα βενζιναδικο εμφανιστηκε στη μεση του πουθενα. Γυρω μου το μονο που εβλεπα ηταν δαση, γκριζο ουρανο και βροχη. Ηταν να απορει κανεις γιατι αυτοι οι ανθρωποι εδω πανω ηταν τοσο καταθλιπτικοι;
Καθως εστριψα στην εισοδο του πρατηριου, ενα νεαρο παλικαρι στεκοταν στην ακρη του δρομου με ενα μεγαλο σακο διπλα του μουσκεμα απ’ τη βροχη, ενω περιμενε να βρεθει καποιος να τον παρει μαζι του. Οτοστοπ σε τετοιες συνθηκες....
Πηγα να τον λυπηθω ομως κοντοσταθηκα. Αταραχος και χαμογελαστος, εδειχνε να ειναι απολυτα ενταξει με τη κατασταση του. Χαμογελασα και εγω με τη σειρα μου. Μεγαλο πραγμα να μπορεις να δεχτεις τα χαρτια που σου μοιραζονται στη ζωη και να κανεις το καλυτερο που μπορεις με οτι εχεις. Μαθημα ζωης και Ζωης Ευτυχισμενης!
Παρκαρα τη μηχανη και πηγα κλασσικα κατευθειαν για τις τουαλετες για να στεγνωσω. Σκουπισμα κρανους, μπουφαν, παντελονιου, γαντιων και λοιπου εξοπλισμου... Τωρα ενοιωθα πολυ καλυτερα!
Βγηκα και επομενη σταση ηταν στο γκισε για τον απαραιτητο καφε, κανα δυο κρουασαν και ενα ομορφο χαμογελο: πρωινο on the road.
Εκατσα στα μικρα τραπεζακια στην ακρη της σαλας και χαζεψα τις μικρες λεπτομερειες της καθημερινοτητας των ντοπιων γυρω μου.
Ενοιωθα σαν ενας εξωτερικος παρατηρητης που εβλεπε μια ταινια να ξεδιπλωνεται μπροστα του: εξω απ’ τα παραθυρα η βροχη συνεχιζε να πεφτει δυνατα πανω στο γκριζο και μελαγχολικο σκηνικο. Υπο αλλες συνθηκες, με τους ανθρωπους να καθονταν εξω στον καλοκαιρινο ηλιο το μερος θα εμοιαζε εντελως διαφορετικο αλλα τωρα... Αυτο ελεγαν καλοκαιρι αυτοι οι ανθρωποι εδω;
Τιποτα δεν θυμιζε οτι ειμασταν στη καρδια του καλοκαιριου τωρα.
Στο απεναντι τραπεζι τεσσερα πιτσιρικια καθονταν χωρις να κανουν τιποτα: Δεν μιλουσαν, σχεδον δεν κινουνταν καν. Απλα καθονταν εκει δειχνοντας να βαριουνται απιστευτα. Μπροστα τους μια μικρη τηλεοραση εδειχνε ενα τελειως αχρωμο ντοκυμαντερ για το ψαρεμα, ενω ακριβως πισω τους ηταν μια σειρα απο «φρουτακια», οπου καποιοι μεγαλυτεροι ανθρωποι καθονταν και τα ταιζαν συνεχως χρηματα αδιαφορωντας για τα παντα γυρω τους.
Ενοιωσα μια βαθεια λυπη για αυτους. Εθισμενοι στο τζογο να χανουν τα λεφτα τους σε αυτες τις αηδιες... Δεν ειχαν τιποτα καλυτερο να κανουν ενα τετοιο πρωινο Σαββατου ρε γ@μωτο; Να πανε για δουλεια η για ψωνια; Να μεινουν στο κρεβατι με τις αγαπημενες τους; Να κανουν ερωτα; Να παιξουν με τα παιδια τους; Να παρουν ενα ομορφο πρωινο και να διαβασουν τα νεα, να πανε επισκεψη στους γειτονες, η απλα να περπατησουν στη βροχη παρεα με ενα φιλο;
Το θεαμα με εκανε γεμιζε μελαγχολια αλλα και θυμο μαζι. Ανοητοι ανθρωποι χαραμιζουν τις ζωες τους ενω εχουν ολα οσα καποιοι αλλοι παλευουν να βρουν. Ενα μερος που να λες σπιτι, μια οικογενεια, μια κοινοτητα.
Ενα απο τα παιδια τραβηξε ιδιαιτερα τη προσοχη μου. Ηταν το μεγαλυτερο ολων, ενα κοριτσι γυρω στα 14-15. Ειχε αυτη την υπεροχη Σκανδιναβικη ομορφια, ομως οντας στην εφηβια το προσωπο της ηταν γεματο σπυρια και κοκκιναδια. Εμοιαζε να ειναι η πιο απογοητευμενη ολων να βρισκεται σ’ αυτο το μερος. Προσπαθησα να σκεφτω το πως θα ενοιωθε. Να εισαι εφηβος με τις ορμονες να κανουν παρτυ, με το προσωπο σαν πιτσα απο τα σπυρια και να βρισκεσαι κολλημενος σε ενα τραγικο βενζιναδικο στη μεση του πουθενα, με τον πατερα πανω απο κεφαλι σου να τζογαρει κολλημενος στα μηχανηματα και εσυ να εισαι υποχρεωμενος να περιμενεις βλεποντας ενα ντοκυμαντερ για το πως ψαρευουν πεστροφες.
Γυρισε και με κοιταξε με ενα αδειο βλεμα. Στοιχηματιζα οτι θα προτιμουσε να βρισκεται οπουδηποτε αλλου στο κοσμο αυτη τη στιγμη. Δεν ηταν ομως η μονη που με κοιτουσε -οι υπολοιποι θαμωνες με παρατηρουσαν και εκεινοι διακριτικα αλλα δεν με πειραζε. Υποθετω οτι μεσα σ' ενα γκριζο σκηνικο που σπανιως αλλαζει, θα μπορουσα καλλιστα να ειμαι και πρασινος εξωγηινος που ειχε ερθει εδω να πιει καφε.
Οι σκεψεις μου διακοπηκαν αποτομα απο το βαρυ τετρακυλινδρο γουργουρητο καποιας μηχανης που ερχοταν. Κοιταξα εξω και μια παλια Honda CBR1000 με δυο αναβατες μπηκε στο βενζιναδικο και αραξε. Μπηκαν στο μαγαζι και πηγαν κατευθειαν στις τουαλετες, ακριβως οπως ειχα κανει και εγω. Εσκασα στα γελια! Η διαδρομη του μηχανοβιου: πρωτα πας στη τουαλετα να στεγνωσεις και μετα ολα τα υπολοιπα.
Τελικα ειμαστε παλαβη αλλα υπεροχη φαρα. Μονο ενας ιδιαιτερος τυπος ανθρωπου θα επελεγε να ρισκαρει τη ζωη του πανω σε δυο ροδες, εκτεθειμενος στα στοιχεια της φυσης με βροχη, αερα, χιονι, καυσωνα, αλλα να που καποιοι απο εμας το κανανε αυτο εσκεμμενα. Ηταν η αισθηση του να νοιωθεις ζωντανος; Η αναγκη να μεινεις οσο γινεται μακρυτερα απο τις αβουλες μαζες καταναλωτικων προβατων που επιλεγουν το «ασφαλες», που ακολουθουν τη λογικη και κανουν αυτα που κανουν ολοι οι υπολοιποι επειδη αυτο ειναι το σωστο;
Θα μπορουσαν να ειναι ολα αυτα και ακομα παραπανω. Οι δυο καβαλαρηδες βγηκαν απο τη τουαλετα και προσεξα οτι ηταν πατερας και γιος! Ποσο τελειο ηταν αυτο;; Χαμογελασα και σκεφτηκα οτι αυτο ηταν ενα ακομα μεγαλο μου ονειρο: να ταξιδευω μια μερα παρεα με τα παιδια μου σε αγνωστες διαδρομες του κοσμου.
Εξω η βροχη ειχε κοψει και ηταν ωρα να πηγαινω. Εγνεψα «γεια» στους μαυροφορεμενους αναβατες και βγηκα εξω. Ο φρεσκος αερας μυριζε εντονα βρεγμενο χωμα. Στην ακρη του δρομου το παλικαρακι ηταν ακομα εκει, ολη αυτη την ωρα μεσα στη βροχη. Τον χαιρετησα καθως περασα μπροστα του και εκεινος μου χαρισε ενα υπεροχο μεγαλο χαμογελο! Τελικα ο κοσμος ειναι πανεμορφος οταν εχεις τα ματια να τον δεις.
Με τη βροχη να ειναι παρελθον ο δρομος τωρα ηταν ανοιχτος για το Rovaniemi και ο ηλιος που εκανε δειλα την εμφανιση του πισω απ’ τα συννεφα αναδεικνυε την ομορφια αυτου του τοπου. Δαση και λιμνες μεχρι εκει που εβλεπε το ματι...
Μπορει εδω τα τοπια να ηταν πολυ διαφορετικα απο εκεινα της Νορβηγιας ομως δεν επαυαν να ειναι εξισου ομορφα με το τροπο τους.
Με τη διαθεση στα υψη τωρα, δυναμωσα το MP3 και ανοιξα το γκαζι. Oasis – Hello
Συντομα ειχα φτασει εξω απ’ το περιβοητο Rovaniemi. Aπο παιδι ακουγοντας για το «χωριο του Αη Βασιλη» θεωρουσα -οπως ο περισσοτερος κοσμος- οτι προκειται για καποιο χωριο. Ομως η πραγματικοτητα δεν θα μπορουσε να ειναι πιο διαφορετικη. Το Rovaniemi ειναι μια σχετικα μεγαλη πολη, ενω το χωριο του Αη Βασιλη στη πραγματικοτητα βρισκεται λιγα χιλιομετρα παραπερα και ειναι ενα μεγαλο θεματικο παρκο, κατι σαν τη Disneyland των Φινλανδων. Εξω απ’ τη πολη ομως; Γιατι;
Ο λογος ηταν απλος: ηθελαν να το χτισουν ακριβως επανω στον Αρκτικο Κυκλο.
Πολλοι που ερχονται εδω βρισκουν το μερος μια απελπιστικα κιτς τουριστικη σαχλαμαρα, ομως εγω ομολογω οτι μου αρεσε -ισως να βοηθουσε το οτι τα Χριστουγεννα ανεκαθεν ηταν ειναι η αγαπημενη μου εποχη του χρονου. Ομορφες, προσεγμενες μικρες λεπτομερειες, χριστουγεννιατικα στολιδια, διακοσμησεις, πολυχρωμα λουλουδια παντου...
Ηταν ηδη απογευμα και σε λιγες ωρες το παρκο θα εκλεινε οποτε η πρωτη σταση ηταν στα μικρα μαγαζακια με σουβενιρ για τα απαραιτητα αυτοκολλητα. Αυτο το μερος ηταν η χαρα του παιδιου.
Απο τα ηχεια που ηταν διασπαρτα στο παρκο ακουγονταν διαφορα χριστουγεννιατικα τραγουδια, μια μαλλον αποτομη αντιθεση με τη γλυκεια ζεστη του καλοκαιρινου απογευματος τωρα.
Καταλαβαινω οσους διαγραφουν το μερος αυτο ως μια στυγνη τουριστικη παγιδα τυπου Disneyland, αλλα αν δεν το επαιρνες πολυ στα σοβαρα αληθινα το διασκεδαζες με τη ψυχη σου. Εγω δεν χορταινα να περπαταω τριγυρω και να χαζευω σαν παιδι τα χρωματα και ολες τις απιθανες λεπτομερειες. Αν μη τι αλλο, ενας φωτογραφος εδω ειχε μπολικο υλικο στη διαθεση του.
Στο κεντρο του χωριου υπηρχε μια μεγαλη αυλη οπου δεσποζε ενα μεγαλο κτηριο: το γραφειο του κυρ Μπιλυ αυτοπροσωπως. (Βεβαια εδω τον ελεγαν Κλαους αλλα αυτο δεν ειχε και μεγαλη σημασια...)
Γυρω απο το χωριο, υπηρχε ενα μεγαλο αλσος γεματο δεντρα και μονοπατια οπου ο κοσμος μπορουσε να κανει περιπατους και να βλεπει -τι αλλο;- τους ταρανδους και τα μικρα σπιτακια των ξωτικων.
Oμως στην κυριως αυλη υπηρχε μια ακομα ατραξιον, και ο λογος για τον οποιον το "χωριο" ειχε φτιαχτει εδω ακριβως: ο Αρκτικος Κυκλος που ετεμνε το κεντρο του παρκου στη μεση και σηματοδοτουνταν με μια μεγαλη λευκη γραμμη με τις συντεταγμενες επανω της.
66° 32′ 35″: Arctic Circle ξανα
Τα παντα εδω ηταν φτιαγμενα απο πετρα και ξυλο, εναρμονισμενα με το περιβαλλον και οσο πιο κοντα σε ενα παραδοσιακο Φινλανδικο χωριουδακι οσο θα γινοταν.
Σκεφτηκα οτι εδω περα την περιοδο των Χριστουγεννων, με τα σπιτακια χιονισμενα και τα τζακια αναμμενα θα ηταν πραγματικα υπεροχα...
Μαλιστα, ολα αυτα τα σπιτακια που εμοιαζαν σαν ντεκορ στη πραγματικοτητα ηταν απολυτως λειτουργικα και χρησιμοποιουνταν κανονικα. Kαταστηματα, γραφεια, ξενοδοχεια, χωρις βεβαια να λειπει το σημαντικοτερο κτισμα: το ταχυδρομειο.
Mια πλευρα του τοιχου ηταν απ’ ακρη σ’ ακρη γεματη με μικρα κοκκινα ραφια με ταμπελες χωρων απο κατω και μεσα εκατονταδες γραμματα απο παντου. Εδω κατεληγαν ολα τα γραμματα που εστελναν τα παιδια ολου του κοσμου στον Αη Βασιλη.
Βλεπετε κατι γνωριμο στη φωτογραφια;
Πως θα ηθελα να καθομαι σε αυτη τη γωνια ενα χειμωνιατικο βραδυ και εξω να χιονιζει...
Απ’ εξω υπηρχε ενα δεντρο απο πινακιδες με διαφορους προορισμους στο κοσμο, μαλλον για να βρισκει το δρομο του πιο ευκολα ο Αγιος...
...αν και για να βρει κανεις το δρομο για το ξενοδοχειο μαλλον δεν χρειαζοταν καποια ιδιαιτερη σημανση, μιας που ξεχωριζε στην ακρη του μικρου χωριου.
Ο ηλιος τωρα ειχε νικησει κατα κρατος τα συννεφα στον ουρανο και ετσι επεστρεψα στη γραμμη του Αρκτικου για τον πιο ομορφη φωτογραφια του μερους...
...προτου χωθω μεσα στο αλσος για να εξερευνησω το υπολοιπο μερος.
Η πιο μεγαλη ομως εκπληξη ηταν το Santamus: ενα θεματικο εστιατοριο με απιθανο ντεκορ και ατμοσφαιρα, κυριολεκτικα κρυμμενο μεσα στο δασος.
Αυτο το μερος το χειμωνα θα πρεπει να ηταν υπεροχο. Κλισε το "βγαλμενο απο παραμυθι" αλλα εδω ταιριαζε κουτι: Χιονια παντου, κρυφοι φωτισμοι μεσα στην ομιχλη, παντου κερια αναμμενα, ενα μεγαλο πετρινο τζακι να καιει, φαγητο απο σεφ, ζωντανη μουσικη, σαουνα...
Η διακοσμηση θυμιζε εσκεμμενα τις καλυβες των πιονερων που ειχαν ερθει εδω πανω πριν πολλα χρονια ψαχνοντας για χρυσο και οι επισκεπτες μπορουσαν να παρουν μια γευση απο αυτη τη ζωη με αναλογες δραστηριοτητες περαν του απολαυστικου φαγητου.
Δυστυχως το εστιατοριο τωρα ηταν κλειστο αλλα στην αυλη του υπηρχε μια μεγαλη θρακα με ξυλινους κορμους με τομαρια ταρανδων επανω, οποτε δεν εχασα την ευκαιρια να ξαποστασω λιγο και να απολαυσω λιγη απο την ατμοσφαιρα. Ενοιωθα σαν τον Κοναν τον βαρβαρο!
Αυτο που δεν φαινοταν στη φωτογραφια ηταν τα σμηνη εκατομμυριων σκνιπων/βαμπιρ που τσιμπουσαν οπου εβρισκαν γυμνο δερμα -η μπαντανα δεν ηταν για εφε αλλα γιατι δεν αντεχα αλλες γεωτρησεις στη φαλακρα. Οι μικροσκοπικες αυτες σκνιπες, γνωστες και ως Mäkäräinen εδω, ηταν θρυλικες για τη προτιμηση τους στους ζουμερους και ανυποψιαστους τουριστες. Ηταν καιρος να πηγαινω...
Οπως ειχα πεσει εξω για το χωριο του Αη Βασιλη, ετσι ειχα πεσει τελειως εξω και για την «κωμοπολη». To Rovaniemi ηταν μια μεγαλη και μοντερνα πολη που σε τιποτα δεν θυμιζε τα γραφικα χριστουγεννιατικα χωριουδακια που ειχα στο νου μου...
Ηταν σχετικα νωρις το απογευμα ακομα και το στομαχι διαμαρτυροταν απο ωρα. Αφησα τη μηχανη στο κεντρικο πεζοδρομο της πολης και εκανα μια μικρη βολτα να δω το μερος και να βρω κατι να τσιμπησω.
Ο κοσμος εδω απολαμβανε το ποτο του στα μικρα μαγαζακια αριστερα και δεξια του δρομου μεσα σε μια πεντακαθαρη πολη και με τα ποδηλατα να εχουν το πρωτο λογο στη μετακινηση.
Ειχα φτασει σχεδον στο τελος του μεγαλο πεζοδρομου οταν ακουσα μια γνωριμη φωνη: «Hey my man!»
Ηταν ο Marko.
– Τι κανεις εσυ εδω ρε φιλε; Δεν θα πηγαινες κατευθειαν στο Oulu;
– Ετσι σκεφτηκα αρχικα αλλα μετα τη πρωινη μου περιπετεια αλλαξα το σχεδιο.
– Περιπετεια;
– Θυμασαι που ηθελα να παω απο επαρχιακους δρομους; Η διαδρομη που επελεξα τελικα αποδειχτηκε ενας ατελειωτος χωματοδρομος μεσα στο δασος. Εκανα γυρω στα εκατοπενηντα χιλιομετρα χωμα με το τσοπερ! Εγινε σαν γουρουνακι απο τις λασπες και τα χωματα -χωρια που δεν ηξερα αν θα μεινω απο βενζινη στη μεση του πουθενα! Ε, μετα απο αυτο η σταση για ξεμουδιασμα ηταν κατι παραπανω απο επιβεβλημενη.
Κατσαμε στη μεση του πεζοδρομου σε ενα υπαιθριο καφε να τα πουμε, να χαλαρωσουμε και να χαζεψουμε τη χαλαρη απογευματινη ζωη της πολης. Μετα απο τοσες μερες στην υπαιθρο ενοιωθα να μου εχει λειψει λιγο η ζωντανια μιας πολυχρωμης πολης...
Η συνεχεια μας βρηκε να ψαχνω παρεα με το Marko καποιο μαγαζι να τσιμπησουμε κατι. Τα εστιατορια στο πεζοδρομο ηταν εκτος συζητησης -πανακριβα και ψευτοκυριλε, χιλια χιλιομετρα μακρυα απο αυτο που ηθελα να βρω: ενα οικονομικο μαγαζακι να δοκιμασω την τοπικη κουζινα των Φινλανδων.
Τη λυση και στα δυο μετωπα την εδωσε -οσο περιεργο και αν ακουγοταν- μια πιτσαρια. Μπορει η πιτσα να ηταν ιταλικο πιατο αλλα εδω πανω τις σερβιραν με κρεας ταρανδου. Ευκαιρια να δοκιμασουμε κατι νεο λοιπον.
Η Αυρα εξω περιμενε υπομονετικα να ξαναβγουμε στο δρομο...
Ανανεωμενοι, με γεματα τα ντεποζιτα ανθρωπων και μηχανων καβαλησαμε για το τελευταιο κομματι που θα μας εβγαζε στο τελικο προορισμο της ημερας.
Η ωρα ηταν 9.30 το βραδυ και ο ηλιος βασιλευε πισω απο τα απεραντα λιβαδια φτιαχνοντας μοναδικες εικονες. Τελικα αυτη η χωρα ειχε πολυ κρυμμενη ομορφια -απλα ηθελε να εχεις τα ματια ανοιχτα για να τη δεις.
200 χιλιομετρα με χωριζαν απο το Oulu τωρα, ομως η ψυχρα της νυχτας που περνουσε μεσα απ’ το δερματινο μπουφαν εκανε τα χιλιομετρα να μοιαζουν ατελειωτα. Τουλαχιστον τωρα ειχαμε βγει στην εθνικη οδο, στο φυσικο περιβαλλον της καλης μου που γουργουριζε χαρουμενη που θα τεντωνε επιτελους λιγο τα ποδια της εξω απο τους στενους επαρχιακους που διεσχιζε τοσες μερες.
Εσκυψα πισω απ’ τα fairings, πηρα απο κοντα ενα «λαγο» και ανοιξα το γκαζι ακολουθοντας τον. Ανεβασαμε ρυθμο και γυρω στα μεσανυχτα ημουν στο Oulunsalo, το προαστιο της πολης οπου θα με φιλοξενουσε η φιλη μου. Η ωρα που ειχα φτασει ηταν εσκεμμενα αργα γιατι η Oili ηταν σε ενα γαμο με το συγγενολοι και θα ερχοταν μετα το γλεντι, οποτε δεν ειχε νοημα να βρισκομαι εδω απο νωρις.
Με το που εφτασα στο πολυ ομορφο σπιτι με το μεγαλο κηπο βγηκε εξω η μητερα της φιλης μου, μια θεοπαλαβη αξιαγαπητη γιαγια που με υποδεχτηκε με αγκαλιες και φιλια! Πηγα τα πραγματα μεσα και παροτι η φοβερη γιαγια δεν ηξερε λεξη απο Αγγλικα δεν ειχε κανενα προβλημα να συννενοηθουμε: νοηματα, χειρονομιες, παντομιμα και στο κατω κατω η μπυρα ειναι μπυρα σε ολες τις γλωσσες του κοσμου.
Συντομα εφτασε και η φιλη μου η Oili παρεα με το γιο της τον Ari και φιλη τους την Annika. Ηξερα οτι η Oili ηταν τρελαρα και αυτος ηταν ενας λογος που την αγαπουσα τοσο πολυ, αλλα τωρα εβλεπα απο που ειχε ...παρει! Μεσα στο μικρο διαδρομο φιλια, αγκαλιες, φωνες, γελια, πανικος -ο μυθος περι ψυχρων Σκανδιναβων συντριβοταν ανεπιστρεπτι.
Παρα το προχωρημενο της ωρας κατσαμε στη κουζινα τσιμπολογοντας μεζεδακια και πινοντας μπυρες μεχρι τις 3μιση το πρωι. Η γιαγια ειχε μια τεραστια πηλινη κουπα που γεμιζε συνεχως με μπυρα -μπορει να ειχε πιει και δωδεκα μπυρες και συνεχιζε απτοητη! Εδω οι ανθρωποι πινουν λεμε.
Πηγα να πεσω για υπνο σε κατασταση αποσυνθεσης πλεον εχοντας ηττηθει κατα κρατος στη μπυροποσια, ομως απεραντα ευτυχισμενος που ζουσα τετοιες στιγμες αναμεσα σε αγαπημενα προσωπα... Ποσο μαλλον που η μερα που ξημερωνε δεν ειχε χιλιομετρα αλλα χαλαρωση παρεα με τους φιλους μου στο ομορφο αυτο μερος.
Inari (FI) – Rovaniemi – Oulunsalo (FI)
560 km
Αλλη μια μερα στο δρομο ξημερωσε. Αν και τεχνικα δεν νυχτωσε και ποτε. Το βραδυ επεσα να κοιμηθω με το φως του ηλιου εξω απ’ το μικρο παραθυρο του δωματιου να χτυπα τα στορια και το πρωι σηκωθηκα με ακριβως το ιδιο φως. Ο απολυτος αποπροσανατολισμος.
Το μονο που κρατουσε το σωμα μου απ’ την αποδιοργανωση ηταν το μεγαλο ρολοι στον τοιχο. «12 το βραδυ. Κοιμησου. 8 το πρωι. Ξυπνα.»
Πηγα στη κουζινα, εφτιαξα καφεδακι και εκατσα να χαζευω τη θεα της λιμνης απ’ τα μεγαλα παραθυρα του σαλονιου. Ο Marko κοιμοταν του καλου καιρου και δεν ημουν σε βιασυνη να τον ξυπνησω. Σκεφτηκα το ταξιδι μου και τα οσα ειχα δει μεχρι τωρα. Τα μερη που ειδα, τους ανθρωπους που γνωρισα, τις περιπετειες που εζησα.
Ειναι πολυ ιδιαιτερο συναισθημα να βγαινεις στο δρομο χωρις να ξερεις τι σε περιμενει. Σου δινει μια φοβερη ελευθερια που σπανια μπορεις να βρεις οταν εισαι εγκλωβισμενος στην καθημερινοτητα της «κανονικης» σου ζωης. Και καθε φορα που ταξιδευεις γυριζεις διψασμενος για αλλα τοσα, ξανα και ξανα. ««Ειν’ η δικη σου η ατελειωτη διψα / ειναι η διψα που σε κρατα ζωντανο / ειναι η διψα για καθαρο ουρανο« -ποσο αληθινο αυτο το στιχακι.
Θα μπορουμε να συνεχισουμε να ταξιδευουμε αραγε; Κοντρα στις αντιξοοτητες και σε ολα αυτα που μας θελουν γραναζακια του συστηματος; Και το μεγαλυτερο ερωτημα ολων: θα αντεξουμε να πληρωνουμε το τιμημα του ταξιδιωτη; Το ειχα πει και παλιοτερα: Αυτος που ταξιδευει παντα πρεπει να φευγει... Ειναι η ιδια η φυση του ταξιδιου αυτη.
Και το τιμημα το ειχα ηδη νοιωσει καλα στο πετσι μου σ’ αυτο το ταξιδι.
Γυριζεις τον κοσμο, παιρνεις απιστευτες εικονες, ζεις μοναδικες καταστασεις, γνωριζεις υπεροχους ανθρωπους... ομως ολα περνανε μπροστα σου σαν ταινια, εισαι εκει αλλα δεν εισαι πουθενα. Δεν ριζωνεις. Ευχη και καταρα μαζι.
Εγω ομως την αποφαση μου -για καλο η κακο- την ειχα παρει απο παλια και με ειχε οδηγησει εδω τωρα. Σε αυτο το πανεμορφο μερος να σχεδιαζω αλλη μια μερα ταξιδιου. Και οταν ανοιγα αυτους τους παλιους χιλιοσκισμενους χαρτες ηταν σαν το πιο λαμπρο φως της ημερας που εδιωχνε ολες τις σκοτεινες σκεψεις του νου.
Επρεπε να ξεκινησω να ετοιμαζομαι. Σχεδον 600 χιλιομετρα με χωριζαν απο το Oulu, οπου με περιμενε η υπεροχη Φινλανδη φιλη μου η Oili για να με φιλοξενησει στο πατρικο της. Ομως πριν απο αυτο δεν θα μπορουσα να παραλειψω ενα ακομα μερος που ηθελα απο καιρο να δω: το χωριο του Αη Βασιλη στο πασιγνωστο Rovaniemi και το περασμα του Αρκτικου κυκλου ξανα -προς τα νοτια αυτη τη φορα. Σημερα μας περιμενε αλλη μια μεγαλη μερα στο δρομο.
Πηγα και ξυπνησα τον πανυψηλο Φινλανδο που ροχαλιζε ακομα μακαριως -αν τον αφηνα θα κοιμοταν μεχρι τον αλλο μηνα! «Αντε Marko, ειναι ωρα να παρουμε τους δρομους φιλε!»
Οταν οι λεπτομερειες δειχνουν το μερακι των ανθρωπων: μπρελοκ μινι-κορμος (αληθινου) δεντρου...
Η συνεχεια γνωστη: το βασανο του μαζεματος των πραγματων και η γλυκεια προσμονη της αγνωστης διαδρομης που ανοιγεται μπροστα μας, η αιωνια υποσχεση οτι θα ξαναρθεις να δεις οσα δεν προλαβες, ο φιλος που χαμογελαει καβαλα στη μηχανη του, το κλικ της 1ης στο κιβωτιο και το κατεβασμα της ζελατινας... Φυγαμε!
Σημερα παροτι ο προορισμος και των δυο μας θα ηταν το Oulu, ο Marko δεν ηθελε να παρει το κεντρικο δρομο αλλα να κοψει μεσα απο μικρους επαρχιακους.
O Marko σημερα ηθελε να παει μεσω επαρχιακων δρομων μιας που οι απεραντες ευθειες του κεντρικου δρομου δεν ηταν οτι καλυτερο για τη μικρη Shadow. Εγω απ’ την αλλη μιας που ηθελα να δω και το Rovaniemi πριν τον τελικο προορισμο της μερας αποφασισα οτι θα ηταν καλυτερο να παρω την εθνικη οδο -κατι που θα αποδεικνυοταν σοφη επιλογη στη συνεχεια... Δωσαμε ραντεβου στο Oulu και αποχαιρετιστηκαμε προσωρινα. Θα τα λεγαμε παλι συντομα.
O δρομος αγνωστος απλωνοταν ξανα μπροστα μου, ενα πανεμορφο τοπιο και στα ακουστικα ο Warren Hayes με το Banks of the Deep End να τραγουδαει τις σκεψεις μου...
«On the banks of the deep end
Where your soul is your best friend
Searching for a reason to go astray
Wild dreams turn to nightmares
Silver clouds turn to golden stairs
And everything that you used to know is slipping away...»
Οδηγοντας πανω σ’ αυτο το σχετικα μικρο δρομο σκεφτομουν οτι αν αυτο ηταν η εθνικη οδος τους, τοτε οι μικροτεροι επαρχιακοι δρομοι πως θα ηταν; Μια σχετικα συντομη παρακαμψη μου εδωσε την απαντηση. Εδω οι ανθρωποι δεν θεωρουσαν την ασφαλτο ιδιαιτερα σημαντικη...
Πως μπορει μια πινακιδα να σου εξαψει τη φαντασια και να σε καθηλωσει;
Μπορει να γραφει Nord Kapp η και....
Βρισκομουν εξω απ’ το Ivalo τωρα τη τελευταια πολη της βορειας Φινλανδιας πριν τα συνορα με τη Ρωσσια. Τετοια ονοματα πολεων μου εμοιαζαν μυθικα και δεν μπορουσα να πιστεψω οτι ημουν τοσο κοντα τωρα! «Καποια αλλη φορα καλη μου» ψιθυρισα...
Εντελως τυπικα και με την ηλιθια τυχη μου καθως συνεχισα να ταξιδευω νοτια μεσα απ’ αυτο το απεραντο δασος που καποιοι ονομαζαν Φινλανδια ειδα τα συννεφα στον οριζοντα να πυκνωνουν. Ηταν τοσο πολυ να ζητησω μια μερα χωρις βροχη ετσι για αλλαγη;
Συντομα σαν ειρωνικη απαντηση στην ερωτηση μου η βροχη αρχισε να πεφτει δυνατα αλλα εγω συνεχισα. Ειπαμε: κρατουσα το «παραθυρο των δεκα λεπτων». Αντι να σταματαω καθε τρεις και λιγο για αδιαβροχα συνεχιζα κανονικα και μονο αν η βροχη δεν σταματουσε μεσα σε δεκα λεπτα εβρισκα ενα μερος να σταματησω, να στεγνωσω λιγο και να βαλω τα αδιαβροχα.
Αυτη τη φορα ολα εδειχναν οτι η τυχη δεν θα ηταν με το μερος μου. Τα δερματινα ειχαν αρχισει να μουσκευουν -μπορει να κρατουσαν ακομα αλλα αν συνεχιζα μεσα σ’ αυτη τη βροχη δεν θα εμενα στεγνος για πολυ.
Καπου εκει ενα βενζιναδικο εμφανιστηκε στη μεση του πουθενα. Γυρω μου το μονο που εβλεπα ηταν δαση, γκριζο ουρανο και βροχη. Ηταν να απορει κανεις γιατι αυτοι οι ανθρωποι εδω πανω ηταν τοσο καταθλιπτικοι;
Καθως εστριψα στην εισοδο του πρατηριου, ενα νεαρο παλικαρι στεκοταν στην ακρη του δρομου με ενα μεγαλο σακο διπλα του μουσκεμα απ’ τη βροχη, ενω περιμενε να βρεθει καποιος να τον παρει μαζι του. Οτοστοπ σε τετοιες συνθηκες....
Πηγα να τον λυπηθω ομως κοντοσταθηκα. Αταραχος και χαμογελαστος, εδειχνε να ειναι απολυτα ενταξει με τη κατασταση του. Χαμογελασα και εγω με τη σειρα μου. Μεγαλο πραγμα να μπορεις να δεχτεις τα χαρτια που σου μοιραζονται στη ζωη και να κανεις το καλυτερο που μπορεις με οτι εχεις. Μαθημα ζωης και Ζωης Ευτυχισμενης!
Παρκαρα τη μηχανη και πηγα κλασσικα κατευθειαν για τις τουαλετες για να στεγνωσω. Σκουπισμα κρανους, μπουφαν, παντελονιου, γαντιων και λοιπου εξοπλισμου... Τωρα ενοιωθα πολυ καλυτερα!
Βγηκα και επομενη σταση ηταν στο γκισε για τον απαραιτητο καφε, κανα δυο κρουασαν και ενα ομορφο χαμογελο: πρωινο on the road.
Εκατσα στα μικρα τραπεζακια στην ακρη της σαλας και χαζεψα τις μικρες λεπτομερειες της καθημερινοτητας των ντοπιων γυρω μου.
Ενοιωθα σαν ενας εξωτερικος παρατηρητης που εβλεπε μια ταινια να ξεδιπλωνεται μπροστα του: εξω απ’ τα παραθυρα η βροχη συνεχιζε να πεφτει δυνατα πανω στο γκριζο και μελαγχολικο σκηνικο. Υπο αλλες συνθηκες, με τους ανθρωπους να καθονταν εξω στον καλοκαιρινο ηλιο το μερος θα εμοιαζε εντελως διαφορετικο αλλα τωρα... Αυτο ελεγαν καλοκαιρι αυτοι οι ανθρωποι εδω;
Τιποτα δεν θυμιζε οτι ειμασταν στη καρδια του καλοκαιριου τωρα.
Στο απεναντι τραπεζι τεσσερα πιτσιρικια καθονταν χωρις να κανουν τιποτα: Δεν μιλουσαν, σχεδον δεν κινουνταν καν. Απλα καθονταν εκει δειχνοντας να βαριουνται απιστευτα. Μπροστα τους μια μικρη τηλεοραση εδειχνε ενα τελειως αχρωμο ντοκυμαντερ για το ψαρεμα, ενω ακριβως πισω τους ηταν μια σειρα απο «φρουτακια», οπου καποιοι μεγαλυτεροι ανθρωποι καθονταν και τα ταιζαν συνεχως χρηματα αδιαφορωντας για τα παντα γυρω τους.
Ενοιωσα μια βαθεια λυπη για αυτους. Εθισμενοι στο τζογο να χανουν τα λεφτα τους σε αυτες τις αηδιες... Δεν ειχαν τιποτα καλυτερο να κανουν ενα τετοιο πρωινο Σαββατου ρε γ@μωτο; Να πανε για δουλεια η για ψωνια; Να μεινουν στο κρεβατι με τις αγαπημενες τους; Να κανουν ερωτα; Να παιξουν με τα παιδια τους; Να παρουν ενα ομορφο πρωινο και να διαβασουν τα νεα, να πανε επισκεψη στους γειτονες, η απλα να περπατησουν στη βροχη παρεα με ενα φιλο;
Το θεαμα με εκανε γεμιζε μελαγχολια αλλα και θυμο μαζι. Ανοητοι ανθρωποι χαραμιζουν τις ζωες τους ενω εχουν ολα οσα καποιοι αλλοι παλευουν να βρουν. Ενα μερος που να λες σπιτι, μια οικογενεια, μια κοινοτητα.
Ενα απο τα παιδια τραβηξε ιδιαιτερα τη προσοχη μου. Ηταν το μεγαλυτερο ολων, ενα κοριτσι γυρω στα 14-15. Ειχε αυτη την υπεροχη Σκανδιναβικη ομορφια, ομως οντας στην εφηβια το προσωπο της ηταν γεματο σπυρια και κοκκιναδια. Εμοιαζε να ειναι η πιο απογοητευμενη ολων να βρισκεται σ’ αυτο το μερος. Προσπαθησα να σκεφτω το πως θα ενοιωθε. Να εισαι εφηβος με τις ορμονες να κανουν παρτυ, με το προσωπο σαν πιτσα απο τα σπυρια και να βρισκεσαι κολλημενος σε ενα τραγικο βενζιναδικο στη μεση του πουθενα, με τον πατερα πανω απο κεφαλι σου να τζογαρει κολλημενος στα μηχανηματα και εσυ να εισαι υποχρεωμενος να περιμενεις βλεποντας ενα ντοκυμαντερ για το πως ψαρευουν πεστροφες.
Γυρισε και με κοιταξε με ενα αδειο βλεμα. Στοιχηματιζα οτι θα προτιμουσε να βρισκεται οπουδηποτε αλλου στο κοσμο αυτη τη στιγμη. Δεν ηταν ομως η μονη που με κοιτουσε -οι υπολοιποι θαμωνες με παρατηρουσαν και εκεινοι διακριτικα αλλα δεν με πειραζε. Υποθετω οτι μεσα σ' ενα γκριζο σκηνικο που σπανιως αλλαζει, θα μπορουσα καλλιστα να ειμαι και πρασινος εξωγηινος που ειχε ερθει εδω να πιει καφε.
Οι σκεψεις μου διακοπηκαν αποτομα απο το βαρυ τετρακυλινδρο γουργουρητο καποιας μηχανης που ερχοταν. Κοιταξα εξω και μια παλια Honda CBR1000 με δυο αναβατες μπηκε στο βενζιναδικο και αραξε. Μπηκαν στο μαγαζι και πηγαν κατευθειαν στις τουαλετες, ακριβως οπως ειχα κανει και εγω. Εσκασα στα γελια! Η διαδρομη του μηχανοβιου: πρωτα πας στη τουαλετα να στεγνωσεις και μετα ολα τα υπολοιπα.
Τελικα ειμαστε παλαβη αλλα υπεροχη φαρα. Μονο ενας ιδιαιτερος τυπος ανθρωπου θα επελεγε να ρισκαρει τη ζωη του πανω σε δυο ροδες, εκτεθειμενος στα στοιχεια της φυσης με βροχη, αερα, χιονι, καυσωνα, αλλα να που καποιοι απο εμας το κανανε αυτο εσκεμμενα. Ηταν η αισθηση του να νοιωθεις ζωντανος; Η αναγκη να μεινεις οσο γινεται μακρυτερα απο τις αβουλες μαζες καταναλωτικων προβατων που επιλεγουν το «ασφαλες», που ακολουθουν τη λογικη και κανουν αυτα που κανουν ολοι οι υπολοιποι επειδη αυτο ειναι το σωστο;
Θα μπορουσαν να ειναι ολα αυτα και ακομα παραπανω. Οι δυο καβαλαρηδες βγηκαν απο τη τουαλετα και προσεξα οτι ηταν πατερας και γιος! Ποσο τελειο ηταν αυτο;; Χαμογελασα και σκεφτηκα οτι αυτο ηταν ενα ακομα μεγαλο μου ονειρο: να ταξιδευω μια μερα παρεα με τα παιδια μου σε αγνωστες διαδρομες του κοσμου.
Εξω η βροχη ειχε κοψει και ηταν ωρα να πηγαινω. Εγνεψα «γεια» στους μαυροφορεμενους αναβατες και βγηκα εξω. Ο φρεσκος αερας μυριζε εντονα βρεγμενο χωμα. Στην ακρη του δρομου το παλικαρακι ηταν ακομα εκει, ολη αυτη την ωρα μεσα στη βροχη. Τον χαιρετησα καθως περασα μπροστα του και εκεινος μου χαρισε ενα υπεροχο μεγαλο χαμογελο! Τελικα ο κοσμος ειναι πανεμορφος οταν εχεις τα ματια να τον δεις.
Με τη βροχη να ειναι παρελθον ο δρομος τωρα ηταν ανοιχτος για το Rovaniemi και ο ηλιος που εκανε δειλα την εμφανιση του πισω απ’ τα συννεφα αναδεικνυε την ομορφια αυτου του τοπου. Δαση και λιμνες μεχρι εκει που εβλεπε το ματι...
Μπορει εδω τα τοπια να ηταν πολυ διαφορετικα απο εκεινα της Νορβηγιας ομως δεν επαυαν να ειναι εξισου ομορφα με το τροπο τους.
Με τη διαθεση στα υψη τωρα, δυναμωσα το MP3 και ανοιξα το γκαζι. Oasis – Hello
Συντομα ειχα φτασει εξω απ’ το περιβοητο Rovaniemi. Aπο παιδι ακουγοντας για το «χωριο του Αη Βασιλη» θεωρουσα -οπως ο περισσοτερος κοσμος- οτι προκειται για καποιο χωριο. Ομως η πραγματικοτητα δεν θα μπορουσε να ειναι πιο διαφορετικη. Το Rovaniemi ειναι μια σχετικα μεγαλη πολη, ενω το χωριο του Αη Βασιλη στη πραγματικοτητα βρισκεται λιγα χιλιομετρα παραπερα και ειναι ενα μεγαλο θεματικο παρκο, κατι σαν τη Disneyland των Φινλανδων. Εξω απ’ τη πολη ομως; Γιατι;
Ο λογος ηταν απλος: ηθελαν να το χτισουν ακριβως επανω στον Αρκτικο Κυκλο.
Πολλοι που ερχονται εδω βρισκουν το μερος μια απελπιστικα κιτς τουριστικη σαχλαμαρα, ομως εγω ομολογω οτι μου αρεσε -ισως να βοηθουσε το οτι τα Χριστουγεννα ανεκαθεν ηταν ειναι η αγαπημενη μου εποχη του χρονου. Ομορφες, προσεγμενες μικρες λεπτομερειες, χριστουγεννιατικα στολιδια, διακοσμησεις, πολυχρωμα λουλουδια παντου...
Ηταν ηδη απογευμα και σε λιγες ωρες το παρκο θα εκλεινε οποτε η πρωτη σταση ηταν στα μικρα μαγαζακια με σουβενιρ για τα απαραιτητα αυτοκολλητα. Αυτο το μερος ηταν η χαρα του παιδιου.
Απο τα ηχεια που ηταν διασπαρτα στο παρκο ακουγονταν διαφορα χριστουγεννιατικα τραγουδια, μια μαλλον αποτομη αντιθεση με τη γλυκεια ζεστη του καλοκαιρινου απογευματος τωρα.
Καταλαβαινω οσους διαγραφουν το μερος αυτο ως μια στυγνη τουριστικη παγιδα τυπου Disneyland, αλλα αν δεν το επαιρνες πολυ στα σοβαρα αληθινα το διασκεδαζες με τη ψυχη σου. Εγω δεν χορταινα να περπαταω τριγυρω και να χαζευω σαν παιδι τα χρωματα και ολες τις απιθανες λεπτομερειες. Αν μη τι αλλο, ενας φωτογραφος εδω ειχε μπολικο υλικο στη διαθεση του.
Στο κεντρο του χωριου υπηρχε μια μεγαλη αυλη οπου δεσποζε ενα μεγαλο κτηριο: το γραφειο του κυρ Μπιλυ αυτοπροσωπως. (Βεβαια εδω τον ελεγαν Κλαους αλλα αυτο δεν ειχε και μεγαλη σημασια...)
Γυρω απο το χωριο, υπηρχε ενα μεγαλο αλσος γεματο δεντρα και μονοπατια οπου ο κοσμος μπορουσε να κανει περιπατους και να βλεπει -τι αλλο;- τους ταρανδους και τα μικρα σπιτακια των ξωτικων.
Oμως στην κυριως αυλη υπηρχε μια ακομα ατραξιον, και ο λογος για τον οποιον το "χωριο" ειχε φτιαχτει εδω ακριβως: ο Αρκτικος Κυκλος που ετεμνε το κεντρο του παρκου στη μεση και σηματοδοτουνταν με μια μεγαλη λευκη γραμμη με τις συντεταγμενες επανω της.
66° 32′ 35″: Arctic Circle ξανα
Τα παντα εδω ηταν φτιαγμενα απο πετρα και ξυλο, εναρμονισμενα με το περιβαλλον και οσο πιο κοντα σε ενα παραδοσιακο Φινλανδικο χωριουδακι οσο θα γινοταν.
Σκεφτηκα οτι εδω περα την περιοδο των Χριστουγεννων, με τα σπιτακια χιονισμενα και τα τζακια αναμμενα θα ηταν πραγματικα υπεροχα...
Μαλιστα, ολα αυτα τα σπιτακια που εμοιαζαν σαν ντεκορ στη πραγματικοτητα ηταν απολυτως λειτουργικα και χρησιμοποιουνταν κανονικα. Kαταστηματα, γραφεια, ξενοδοχεια, χωρις βεβαια να λειπει το σημαντικοτερο κτισμα: το ταχυδρομειο.
Mια πλευρα του τοιχου ηταν απ’ ακρη σ’ ακρη γεματη με μικρα κοκκινα ραφια με ταμπελες χωρων απο κατω και μεσα εκατονταδες γραμματα απο παντου. Εδω κατεληγαν ολα τα γραμματα που εστελναν τα παιδια ολου του κοσμου στον Αη Βασιλη.
Βλεπετε κατι γνωριμο στη φωτογραφια;
Πως θα ηθελα να καθομαι σε αυτη τη γωνια ενα χειμωνιατικο βραδυ και εξω να χιονιζει...
Απ’ εξω υπηρχε ενα δεντρο απο πινακιδες με διαφορους προορισμους στο κοσμο, μαλλον για να βρισκει το δρομο του πιο ευκολα ο Αγιος...
...αν και για να βρει κανεις το δρομο για το ξενοδοχειο μαλλον δεν χρειαζοταν καποια ιδιαιτερη σημανση, μιας που ξεχωριζε στην ακρη του μικρου χωριου.
Ο ηλιος τωρα ειχε νικησει κατα κρατος τα συννεφα στον ουρανο και ετσι επεστρεψα στη γραμμη του Αρκτικου για τον πιο ομορφη φωτογραφια του μερους...
...προτου χωθω μεσα στο αλσος για να εξερευνησω το υπολοιπο μερος.
Η πιο μεγαλη ομως εκπληξη ηταν το Santamus: ενα θεματικο εστιατοριο με απιθανο ντεκορ και ατμοσφαιρα, κυριολεκτικα κρυμμενο μεσα στο δασος.
Αυτο το μερος το χειμωνα θα πρεπει να ηταν υπεροχο. Κλισε το "βγαλμενο απο παραμυθι" αλλα εδω ταιριαζε κουτι: Χιονια παντου, κρυφοι φωτισμοι μεσα στην ομιχλη, παντου κερια αναμμενα, ενα μεγαλο πετρινο τζακι να καιει, φαγητο απο σεφ, ζωντανη μουσικη, σαουνα...
Η διακοσμηση θυμιζε εσκεμμενα τις καλυβες των πιονερων που ειχαν ερθει εδω πανω πριν πολλα χρονια ψαχνοντας για χρυσο και οι επισκεπτες μπορουσαν να παρουν μια γευση απο αυτη τη ζωη με αναλογες δραστηριοτητες περαν του απολαυστικου φαγητου.
Δυστυχως το εστιατοριο τωρα ηταν κλειστο αλλα στην αυλη του υπηρχε μια μεγαλη θρακα με ξυλινους κορμους με τομαρια ταρανδων επανω, οποτε δεν εχασα την ευκαιρια να ξαποστασω λιγο και να απολαυσω λιγη απο την ατμοσφαιρα. Ενοιωθα σαν τον Κοναν τον βαρβαρο!
Αυτο που δεν φαινοταν στη φωτογραφια ηταν τα σμηνη εκατομμυριων σκνιπων/βαμπιρ που τσιμπουσαν οπου εβρισκαν γυμνο δερμα -η μπαντανα δεν ηταν για εφε αλλα γιατι δεν αντεχα αλλες γεωτρησεις στη φαλακρα. Οι μικροσκοπικες αυτες σκνιπες, γνωστες και ως Mäkäräinen εδω, ηταν θρυλικες για τη προτιμηση τους στους ζουμερους και ανυποψιαστους τουριστες. Ηταν καιρος να πηγαινω...
Οπως ειχα πεσει εξω για το χωριο του Αη Βασιλη, ετσι ειχα πεσει τελειως εξω και για την «κωμοπολη». To Rovaniemi ηταν μια μεγαλη και μοντερνα πολη που σε τιποτα δεν θυμιζε τα γραφικα χριστουγεννιατικα χωριουδακια που ειχα στο νου μου...
Ηταν σχετικα νωρις το απογευμα ακομα και το στομαχι διαμαρτυροταν απο ωρα. Αφησα τη μηχανη στο κεντρικο πεζοδρομο της πολης και εκανα μια μικρη βολτα να δω το μερος και να βρω κατι να τσιμπησω.
Ο κοσμος εδω απολαμβανε το ποτο του στα μικρα μαγαζακια αριστερα και δεξια του δρομου μεσα σε μια πεντακαθαρη πολη και με τα ποδηλατα να εχουν το πρωτο λογο στη μετακινηση.
Ειχα φτασει σχεδον στο τελος του μεγαλο πεζοδρομου οταν ακουσα μια γνωριμη φωνη: «Hey my man!»
Ηταν ο Marko.
– Τι κανεις εσυ εδω ρε φιλε; Δεν θα πηγαινες κατευθειαν στο Oulu;
– Ετσι σκεφτηκα αρχικα αλλα μετα τη πρωινη μου περιπετεια αλλαξα το σχεδιο.
– Περιπετεια;
– Θυμασαι που ηθελα να παω απο επαρχιακους δρομους; Η διαδρομη που επελεξα τελικα αποδειχτηκε ενας ατελειωτος χωματοδρομος μεσα στο δασος. Εκανα γυρω στα εκατοπενηντα χιλιομετρα χωμα με το τσοπερ! Εγινε σαν γουρουνακι απο τις λασπες και τα χωματα -χωρια που δεν ηξερα αν θα μεινω απο βενζινη στη μεση του πουθενα! Ε, μετα απο αυτο η σταση για ξεμουδιασμα ηταν κατι παραπανω απο επιβεβλημενη.
Κατσαμε στη μεση του πεζοδρομου σε ενα υπαιθριο καφε να τα πουμε, να χαλαρωσουμε και να χαζεψουμε τη χαλαρη απογευματινη ζωη της πολης. Μετα απο τοσες μερες στην υπαιθρο ενοιωθα να μου εχει λειψει λιγο η ζωντανια μιας πολυχρωμης πολης...
Η συνεχεια μας βρηκε να ψαχνω παρεα με το Marko καποιο μαγαζι να τσιμπησουμε κατι. Τα εστιατορια στο πεζοδρομο ηταν εκτος συζητησης -πανακριβα και ψευτοκυριλε, χιλια χιλιομετρα μακρυα απο αυτο που ηθελα να βρω: ενα οικονομικο μαγαζακι να δοκιμασω την τοπικη κουζινα των Φινλανδων.
Τη λυση και στα δυο μετωπα την εδωσε -οσο περιεργο και αν ακουγοταν- μια πιτσαρια. Μπορει η πιτσα να ηταν ιταλικο πιατο αλλα εδω πανω τις σερβιραν με κρεας ταρανδου. Ευκαιρια να δοκιμασουμε κατι νεο λοιπον.
Η Αυρα εξω περιμενε υπομονετικα να ξαναβγουμε στο δρομο...
Ανανεωμενοι, με γεματα τα ντεποζιτα ανθρωπων και μηχανων καβαλησαμε για το τελευταιο κομματι που θα μας εβγαζε στο τελικο προορισμο της ημερας.
Η ωρα ηταν 9.30 το βραδυ και ο ηλιος βασιλευε πισω απο τα απεραντα λιβαδια φτιαχνοντας μοναδικες εικονες. Τελικα αυτη η χωρα ειχε πολυ κρυμμενη ομορφια -απλα ηθελε να εχεις τα ματια ανοιχτα για να τη δεις.
200 χιλιομετρα με χωριζαν απο το Oulu τωρα, ομως η ψυχρα της νυχτας που περνουσε μεσα απ’ το δερματινο μπουφαν εκανε τα χιλιομετρα να μοιαζουν ατελειωτα. Τουλαχιστον τωρα ειχαμε βγει στην εθνικη οδο, στο φυσικο περιβαλλον της καλης μου που γουργουριζε χαρουμενη που θα τεντωνε επιτελους λιγο τα ποδια της εξω απο τους στενους επαρχιακους που διεσχιζε τοσες μερες.
Εσκυψα πισω απ’ τα fairings, πηρα απο κοντα ενα «λαγο» και ανοιξα το γκαζι ακολουθοντας τον. Ανεβασαμε ρυθμο και γυρω στα μεσανυχτα ημουν στο Oulunsalo, το προαστιο της πολης οπου θα με φιλοξενουσε η φιλη μου. Η ωρα που ειχα φτασει ηταν εσκεμμενα αργα γιατι η Oili ηταν σε ενα γαμο με το συγγενολοι και θα ερχοταν μετα το γλεντι, οποτε δεν ειχε νοημα να βρισκομαι εδω απο νωρις.
Με το που εφτασα στο πολυ ομορφο σπιτι με το μεγαλο κηπο βγηκε εξω η μητερα της φιλης μου, μια θεοπαλαβη αξιαγαπητη γιαγια που με υποδεχτηκε με αγκαλιες και φιλια! Πηγα τα πραγματα μεσα και παροτι η φοβερη γιαγια δεν ηξερε λεξη απο Αγγλικα δεν ειχε κανενα προβλημα να συννενοηθουμε: νοηματα, χειρονομιες, παντομιμα και στο κατω κατω η μπυρα ειναι μπυρα σε ολες τις γλωσσες του κοσμου.
Συντομα εφτασε και η φιλη μου η Oili παρεα με το γιο της τον Ari και φιλη τους την Annika. Ηξερα οτι η Oili ηταν τρελαρα και αυτος ηταν ενας λογος που την αγαπουσα τοσο πολυ, αλλα τωρα εβλεπα απο που ειχε ...παρει! Μεσα στο μικρο διαδρομο φιλια, αγκαλιες, φωνες, γελια, πανικος -ο μυθος περι ψυχρων Σκανδιναβων συντριβοταν ανεπιστρεπτι.
Παρα το προχωρημενο της ωρας κατσαμε στη κουζινα τσιμπολογοντας μεζεδακια και πινοντας μπυρες μεχρι τις 3μιση το πρωι. Η γιαγια ειχε μια τεραστια πηλινη κουπα που γεμιζε συνεχως με μπυρα -μπορει να ειχε πιει και δωδεκα μπυρες και συνεχιζε απτοητη! Εδω οι ανθρωποι πινουν λεμε.
Πηγα να πεσω για υπνο σε κατασταση αποσυνθεσης πλεον εχοντας ηττηθει κατα κρατος στη μπυροποσια, ομως απεραντα ευτυχισμενος που ζουσα τετοιες στιγμες αναμεσα σε αγαπημενα προσωπα... Ποσο μαλλον που η μερα που ξημερωνε δεν ειχε χιλιομετρα αλλα χαλαρωση παρεα με τους φιλους μου στο ομορφο αυτο μερος.