ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΓΕΩΡΓΙΑ
Το πέρασμα από την Τουρκία στη Γεωργία έγινε νωρίς το μεσημέρι. Πλησιάζοντας στα σύνορα είδαμε μια μεγάλη ουρά από αυτοκίνητα αλλά μετά από λίγα λεπτά ένας τελωνειακός μας έκανε σήμα να περάσουμε από το πλάι και ευτυχώς προχωρήσαμε πολύ γρήγορα. Τα διαδικαστικά ήταν απλά και εύκολα και στις δύο πλευρές, καθώς οι Έλληνες δεν χρειαζόμαστε βίζα για να μπούμε στη Γεωργία. Η πρώτη μας επαφή με τους Γεωργιανούς ήταν θετική, τα Αγγλικά τους ικανοποιητικά και η συμπεριφορά τους ευγενική. Στα σύνορα συναντήσαμε κι άλλους μοτοσικλετιστές που ταξίδευαν, μια παρέα από Τούρκους που ξεκινούσαν το ταξίδι τους προς τη Γεωργία. Λίγα μέτρα μετά τους συνοριακούς σταθμούς σταματήσαμε για να ανασυνταχθούμε και να ξεκινήσουμε τη διαδρομή προς τον πρώτο μας προορισμό, την παραλιακή πόλη Batumi. Λίγα χιλιόμετρα παρακάτω σταματήσαμε για να βγάλουμε λίγες φωτογραφίες στην παραλία, αφού ο κόσμος και εδώ τον Ιούλιο σπεύδει προς τη θάλασσα.
Περίπου μισή ώρα μετά , μπαίνοντας στο Batumi, και οι τρεις σκεφτήκαμε το ίδιο πράγμα: Τι χάος είναι αυτό; Η πρώτη αίσθηση είναι αυτή της ακραίας ανισότητας: πολυτελή ξενοδοχεία ανάμεσα σε ερειπωμένα σπίτια, πανάκριβα αυτοκίνητα δίπλα σε μισο διαλυμένα οχήματα της δεκαετίας του 1950, παλιοί κακοσυντηρημένοι δρόμοι και ανάμεσα σε όλα αυτά να διασχίζουν τους δρόμους άνθρωποι, αγελάδες και γουρούνια με την οικογένεια τους.(φωτογραφίες από το Batumi θα ανεβάσουν οι συν ταξιδιώτες)
Στο Batumi δεν μείναμε, συνεχίσαμε τη διαδρομή μας ως το χωριό Poti, η πιο γνωστό σε εμάς ως περιοχή της Αρχαίας Κολχίδας.
Το Poti είναι μια μικρή πόλη στην οποία όλα γυρίζουν γύρω από το λιμάνι της. Αναζητώντας ξενοδοχείο, σταματήσαμε στο πρώτο που βρήκαμε, ένα επαρχιακό ξενοδοχείο σοβιετικού στυλ – δεν ξέρω αν ήταν και το μοναδικό – και μπήκαμε μέσα να το δούμε και να ρωτήσουμε αν έχει δωμάτιο και πόσο κοστίζει. Αφού μας είπαν τιμή βγήκαμε έξω να το συζητήσουμε και εκεί γνωρίσαμε τον καινούριο μας φίλο: ένας Γεωργιανός μας είδε να συζητάμε και μας πλησίασε. Μας πρότεινε να μείνουμε στο σπίτι του που το ενοικιάζει, μας διαβεβαίωσε ότι έχει παρκινγκ και wifi, με κόστος περίπου 8€ στον καθένα. Αποφασίσαμε να πάμε, εξάλλου θα ήταν μια διαφορετική εμπειρία. Και αυτό ακριβώς ήταν: μια διαφορετική εμπειρία. Φτάνοντας αρχίσαμε να γελάμε και να βρίζουμε ο ένας τον άλλο: ένα ερείπιο με πόρτες, αυτό ήταν το σπίτι. «που είναι ρε φίλε το παρκινγκ; Του λέω». «Να εδώ» μου απαντάει δείχνοντας μου το πεζοδρόμιο έξω από το ρημάδι. «Αυτό δεν είναι πάρκινγκ, είναι ΠΕΖΟΔΡΟΜΙΟ» του έλεγα, ανάθεμα άμα καταλάβαινε. Αφού του εξηγήσαμε ότι τις μηχανές δεν πρόκειται να τις αφήσουμε εκεί, μας είπε, οκ, μπορείτε να τις βάλετε μέσα στο σπίτι. Κοροϊδεύοντας την απάντηση του, αρχίσαμε να λέμε ότι θα τις βάλουμε στο σαλόνι, αλλά τελικά εκεί ακριβώς τις παρκάραμε: στο πρώτο σαλόνι. Αφού τις τακτοποιήσαμε αρχίσαμε να κάνουμε μια βόλτα στο σπίτι, το οποίο πιστεύω ότι θα θυμόμαστε για πάντα. Πάρτε μια γεύση:
Μετά ήρθε η επόμενη ερώτηση: «wifi δεν βρίσκω, ποιο είναι;» «Α, είναι στο δωμάτιο μου, έλα πάνω για να πιάσεις». Πήγα πάνω μαζί του για να πάρω τηλέφωνο τη γυναίκα μου, γνώρισα και τους γονείς του και πήγα στην άκρη να τηλεφωνήσω. Εκείνη την ώρα όμως κάποια διαφωνία είχαν και άρχισαν να τσακώνονται μεταξύ τους, σκέφτηκα τις ταινίες που έχω δει να την τρώει ξώφαλτσα ο επισκέπτης. Έκλεισα γρήγορα το τηλέφωνο και του ζήτησα να μου υποδείξει ένα μαγαζί για να αγοράσω ένα αδιάβροχο για τις επόμενες ημέρες, γιατί είχαμε δει ότι θα έβρεχε και αυτό που είχα μαζί μου δεν ήταν καλό.
Με πήγε μια κοντινή βόλτα και μου έδειξε τα κατατόπια της πόλης, καθώς και ένα εστιατόριο : ένα παλιό ξύλινο καράβι που ήταν σε ένα κανάλι και πρόσφερε παραδοσιακό Γεωργιανό φαγητό. Τα πιάτα ήταν και Ρώσικα και Γεωργιανά ( Ο Χριστόφορος τα ονόμαζε όλα Ποντιακά, για να καταλαβαινόμαστε βρε παιδί μου. Ήταν και ο μόνος που ήξερε όλα τα φαγητά της περιοχής!) . Πολλές πίτες και διάφορα ζυμαρικά γεμιστά με κιμά . Γενικά δεν τρελάθηκα με τίποτα εκτός από μια απίστευτη Γεωργιανή τυρόπιτα που λέγεται Khachapuri.
Μετά το φαγητό κάναμε μια βόλτα στην πόλη για να δούμε τη βραδινή ζωή. Η διασκέδαση τους ήταν να κάθονται έξω στα πεζοδρόμια με μπύρες, οπότε επιστρέψαμε και κοιμηθήκαμε νωρίς γιατί η επόμενη ημέρα θα είχε πολλά χιλιόμετρα.
Μην παραλείψω τις λεπτομέρειες: Τα παράθυρα ήταν πρωτότυπα: είχαν το σχήμα του παραθύρου αλλά έλειπε το κάσωμα. Και το παράθυρο. Ομόφωνα ΜΟΝΟΣ του ο Χριστόφορος αποφάσισε να πάρει τον ανεμιστήρα στο δωμάτιο του, τον αφήσαμε γιατί οι γεροπερίεργοι δεν είναι να τους πιέζεις. Στην ηλικία που είναι έχει εξάψεις, σκεφτήκαμε και δεν τον διεκδικήσαμε. Πριν κοιμηθεί έβαλε φωτιά σε μια παστίλια για κουνούπια, την έκανε βόλτα φλεγόμενη και στα τρία δωμάτια σαν ψαλτήρι και μας δήλωσε ότι με αυτές του τις ενέργειες δεν θα μας πλησιάσουν τα κουνούπια το βράδυ.
Η επόμενη μέρα ξεκίνησε λίγο πρωτότυπα: Επιχείρηση «Βγάζω τη μηχανή από το σαλονάκι». Επειδή δεν είχε πολύ χώρο για να στρίψουν οι μηχανές, τις σηκώναμε για να τις στρίψουμε και μετά βγαίναμε. Το ζήσαμε κι αυτό!
Βγήκαμε από την πόλη κάνοντας σλάλομ ανάμεσα σε μοσχάρια και γουρουνάκια και κατευθυνθήκαμε Βορειο - ανατολικά προς την περιοχή Σβανέτι, στα Καυκάσια Όρη.
Στο κέντρο της πόλης υπάρχει μια εκκλησία, μικρογραφία της Αγιάς ΣΟφιάς. Όλη πόλη περιστρέφεται γύρω από την εκκλησία
Η διαδρομή αρχικά ήταν ένας ασφάλτινος επαρχιακός δρόμος στον οποίο δεν μπορούσες να «ανοίξεις», με πολλές στροφές, ένα ιδανικό περιβάλλον για Onoffμοτοσικλέτες.
Μετά από αρκετές ώρες οδήγηση κάναμε μια στάση σε ένα φράγμα για ξεκούραση και συνεχίσαμε.
Ακολουθήσαμε μια μαγευτική καταπράσινη διαδρομή δίπλα σε ένα ποτάμι, περνώντας κρεμαστές ξύλινες γέφυρες από άλλη εποχή, γέφυρες που οδηγούν σε μικρούς οικισμούς.
Φτάσαμε στην περιοχή που ονομάζεται Mestia και είδαμε τα πρώτα χωριά με πύργους – ένα χαρακτηριστικό της περιοχής .
Σταματήσαμε σε ένα από τα χωριά για να συντονιστούμε και ακολουθήσαμε ένα track που είχε ετοιμάσει ο Παντελής από την Ελλάδα και οδηγούσε στον Παγετώνα Chaladi. Σταματήσαμε έξω από ένα καφέ, αράξαμε τις μηχανές, βγάλαμε το ρουχισμό της μηχανής και ξεκινήσαμε την ανάβαση με τα πόδια προς την κορυφή για περίπου 1μιση ώρα. Η ανάβαση είχε πολύ ενδιαφέρον , ήταν μια διαδρομή ανάμεσα σε δέντρα και δίπλα σε ορμητικά νερά, ώσπου να γίνει το τοπίο αλπικό και να κάνουμε σλάλομ ανάμεσα σε «κούκους». Κάποια στιγμή αντικρίσαμε από μακριά τους πρόποδες του παγετώνα, ανοίξαμε βήμα και σε λίγη ώρα είχαμε φτάσει στο κομμάτι που απαιτούσε σχεδόν κάθετη ανάβαση και η δυσκολία γινόταν πολύ μεγαλύτερη. Μας πήρε άλλα 40 λεπτά για να φτάσουμε στο στόχο μας, σε ένα σημείο όπου το τοπίο ήταν γκρι, λευκό και μπλε του οινοπνεύματος, σχεδόν ασπρόμαυρο θα έλεγες. Σταματήσαμε για να ξεκουραστούμε και να τραβήξουμε φωτογραφίες και ξεκινήσαμε την κατάβαση που δεν ήταν καθόλου εύκολη, για να φτάσουμε ξανά στο καφέ και να πάρουμε τις μηχανές για να συνεχίσουμε.
Πριν φύγουμε φάγαμε κάτι πρόχειρο και ήπιαμε μια – ο θεός να την κάνει – λεμονάδα, φορέσαμε πάλι τα ρούχα της μηχανής και ξεκινήσαμε.
Μετά από περίπου πέντε χιλιόμετρα έπιασε βροχή: Δε σταματήσαμε στην αρχή για αδιάβροχα, μετά από λίγα χιλιόμετρα όμως η βροχούλα έγινε καταιγίδα με αστραπές βροντές και τουλούμια νερό. Στη μέση του πουθενά βρήκαμε ένα υπόστεγο και σταματήσαμε για να φορέσουμε τα αδιάβροχα. Επειδή δεν έδειχνε να σταματάει η βροχή και είχε νυχτώσει, αποφασίσαμε να συνεχίσουμε με κατεύθυνση προς το χωριό Ushguli.
Το τι αποφασίσαμε εμείς όμως δεν είχε και πολύ σημασία καθώς ο καιρός είχε άλλα σχέδια: Η βροχή όσο πήγαινε και δυνάμωνε, ο δρόμος είχε γίνει λάσπη πηχτή και τα μηχανάκια δυσκολευόντουσαν να ευθυγραμμιστούν και να μας υπακούσουν.
Όπως πήγαινα ευθεία σκάω κάτω σα καρπούζι από αριστερά. Σταματάει ο Παντελής από πίσω μου, με βοηθάει και σηκώνουμε τη μηχανή για να συνεχίσω. Με το που ανεβαίνω στο μηχανάκι, προχωράω 20 μέτρα και σκάω κάτω σα Κερκυραϊκή στάμνα, από τη δεξιά πλευρά αυτή τη φορά. Σφηνώνω κι εγώ από κάτω ενώ «τραυματίζεται» το δεξί ρεζερβουάρ και αρχίζει να χάνει καύσιμα. Ξανασταματάει ο Παντελής, με βοηθάει να ξεσφηνώσω και να σηκώσουμε τη μηχανή. Βρισκόμαστε δίπλα στο ποτάμι και η υγρασία σε συνδυασμό με τη βροχή κάνανε την κατάσταση ανυπόφορη. Συνεχίσαμε για λίγο ακόμα αλλά σύντομα καταλάβαμε ότι δεν είναι δυνατόν να φτάσουμε στο χωριό που είχαμε ως προορισμό.
Σαν από θαύμα στο πουθενά βλέπουμε μπροστά μας ένα μικρό σπίτι με μια πινακίδα GUESTHOUSE. To βλέπω και κοκαλώνω, δεν κάνω βήμα ούτε μπροστά ούτε πίσω. Το σπίτι δεν είχε φώτα αλλά η απόφαση μας ήταν ότι ΟΤΙ και να γινόταν εμείς θα μέναμε εκεί. Αρχίσαμε να κορνάρουμε, στην αρχή καμία αντίδραση. Μετά από 3 λεπτά βγήκε ένας άνθρωπος στην πόρτα, μας κοίταξε καλά καλά, βγήκε και η γυναίκα του και μας άνοιξαν να μπούμε. Στην είσοδο βγάλαμε τα λασπωμένα και βρεμένα μας ρούχα και μπήκαμε μέσα σε ένα φιλόξενο σπίτι/ ξενώνα, όπου ήδη έμεναν και άλλοι ταξιδιώτες.
Αφού κάναμε ένα μπάνιο και συνήλθαμε, κατεβήκαμε στο σαλόνι όπου μας σέρβιραν βραστό κρέας με πατάτες και καρότα, κόκκινο κρασί και πίτες, ότι έπρεπε μετά από ένα τέτοιο βράδυ! Το ζευγάρι ήταν πάρα πολύ φιλόξενο και με τη συμπεριφορά τους μας έκαναν να ξεχάσουμε τελείως την ταλαιπωρία που ζήσαμε λίγο πριν.
Μετά το φαγητό γνωρίσαμε κι άλλους ταξιδιώτες: Μια παρέα Ουκρανούς και μια Ισραηλινο'υς, οι πρώτοι με τζιπ και οι δευτεροι έκαναν trecking. Μια τόσο γεμάτη μέρα τελείωσε με τον καλύτερο τρόπο.
Η συνέχεια του Κεφαλαίου 2..... στη συνέχεια!