H συνεχεια στη Λαικη Δημοκρατια του Κονγκο..
Η Μπραζαβίλ κι η Κινσάσα είναι οι δυο πιο κοντινές πρωτεύουσες στον κόσμο! Απέχουν μόλις 1,6 χιλιόμετρα και τις χωρίζει μόνο ο Ποταμός Κονγκό. Ωστόσο, η διάσχιση των συνόρων με τη σχεδία που πλέει από τη μια πρωτεύουσα στην άλλη είναι μια από τις πιο δύσκολες στον κόσμο, ειδικά για λευκούς που ταξιδεύουν με δικό τους όχημα. Έτσι αποφασίσαμε να κάνουμε έναν κύκλο 580 χιλιομέτρων, τα περισσότερα από τα οποία ήταν σε χωματόδρομους, με σκοπό να μπούμε στην προβληματική Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό από έναν μικρό κι απομακρυσμένο συνοριακό σταθμό.
Ακόμη και σ’ εκείνον το μικρό σταθμό δεν άρεσε στους συνοριακούς υπαλλήλους το γεγονός πως είχαμε πάρει τις βίζες μας απ’ το Μπενίν κι όχι από την Ελλάδα. Τους εξηγήσαμε πως ήταν αδύνατον να πάρουμε τις βίζες απ’ τη χώρα μας, αφού είχαμε φύγει από ‘κει πριν έντεκα μήνες, οπότε οποιαδήποτε βίζα θα είχε λήξει. Καθώς αυτοί τηλεφωνούσαν στον ανώτερό τους για να τους πει τι να κάνουν, βράδιαζε κι έτσι κατασκηνώσαμε έξω απ’ το αστυνομικό τμήμα, κυριολεκτικά! Η Χριστίνα μαγείρεψε μια νόστιμη πατατοσαλάτα κι αφού φάγαμε, μπήκαμε στο αντίσκηνό μας.
Κι άλλο σκασμένο λάστιχο…
Το επόμενο πρωί, κι αφού ο διοικητής είχε δώσει την έγκρισή του, σφράγισαν τα διαβατήριά μας κι έτσι μπήκαμε κι επίσημα στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Στο Luozi, την επόμενη κωμόπολη που συναντήσαμε, μας ανάγκασαν να δηλωθούμε πάλι στην υπηρεσία αλλοδαπών. Πάλι η ίδια ιστορία… Μας ζητούσαν 40 δολάρια για να μας δώσουν πίσω τα διαβατήριά μας, ύστερα η τιμή έπεσε στο μισό, κι αφού επιμέναμε πως δεν έχουμε χρήματα, μας άφησαν, τελικά, να φύγουμε μετά από δυο ώρες. Αυτή ήταν η χώρα για την οποία είχαμε διαβάσει τόσα… Μέχρι να τη διασχίσουμε μας σταμάτησαν σε 20 μπλόκα και σχεδόν όλοι απαιτούσαν να τους δωροδοκήσουμε.
Τότε ήταν που έμπαινε μπροστά η Χριστίνα… Η Χριστίνα εργαζόταν στην Ελλάδα ως πολιτικός μηχανικός κι αυτό σημαίνει πως σχεδόν κάθε μέρα βρισκόταν στην πολεοδομία. Μετά από τέτοια προϋπηρεσία στις συνδιαλλαγές με διεφθαρμένους και γλοιώδεις δημόσιους υπαλλήλους, καταλαβαίνετε πόσο περίφημα τα πήγαινε με τους Αφρικανούς δημόσιους υπαλλήλους… Τελικά καταφέραμε να διασχίσουμε ολόκληρη τη χώρα χωρίς να χρειαστεί να μπούμε σ’ αυτό το βρώμικο παιχνίδι των δωροδοκιών.
Το πολυτελές κέντρο της πρωτεύουσας
Τρεις μέρες μας πήρε τελικά για να ταξιδέψουμε ανάμεσα στις δυο κοντινότερες πρωτεύουσες του κόσμου! Φτάνοντας στην Κινσάσα, προσπαθούσαμε να τηλεφωνήσουμε στον Christophe και τη Cynthia, τους Βέλγους που θα μας φιλοξενούσαν εκεί. Διαπιστώσαμε, όμως, πως μας είχαν δώσει λάθος τηλεφωνικό αριθμό. Σταματήσαμε κάπου για να σκεφτούμε τι μπορούμε να κάνουμε και τότε άρχισε μια σειρά απίστευτων συμπτώσεων… Μας είδε κάποιος Γάλλος μοτοσυκλετιστής, ο οποίος στα νιάτα του έτρεχε στο Paris – Dakar. Όταν του είπαμε πως θέλουμε να φτάσουμε οδικώς μέχρι το Lubumbashi, στα νότια της χώρας, μας θεώρησε τρελούς και τηλεφώνησε αμέσως σ’ ένα φίλο του, επίσης μοτοσυκλετιστή. Μας έδωσε το τηλέφωνο και βρεθήκαμε να μιλάμε ελληνικά με τον Γιώργο, που τύχαινε να είναι ο ιδιοκτήτης του σπιτιού όπου έμεναν ο Christophe κι η Cynthia!
Στην Κινσάσα παραλάβαμε το
Sena Bluetooth Audio Pack, που μας επιτρέπει να ηχογραφούμε στα βίντεό μας τις συνομιλίες που κάνουμε μέσω του συστήματος ενδοεπικοινωνίας!
Ο Γιώργος ήρθε αμέσως να μας πάρει με το Honda CRF 450 του κι εμείς προσπαθούσαμε να συνειδητοποιήσουμε τι συνέβαινε! Τις επόμενες μέρες βρεθήκαμε ανάμεσα σε μια υπέροχη παρέα, που γέμιζε απ’ τα γέλια του Christophe και της Cynthia. Εκεί έπρεπε να οργανωθούμε όσο καλύτερα μπορούσαμε, αφού είχαμε μπροστά μας το κομμάτι του ταξιδιού που αναμενόταν να είναι το δυσκολότερο…
Τα λαμπερά χαμόγελα του Christophe και της Cynthia φώτιζαν τις μέρες μας στη μουντή πρωτεύουσα.
Η Κινσάσα, η πρωτεύουσα της χώρας, απέχει περίπου 2.500 χιλιόμετρα από το Lubumbashi, τη συμπρωτεύουσα. Οι περισσότεροι θεωρούν πως αυτές οι δυο πόλεις δε συνδέονται οδικώς και μετακινούνται μόνο αεροπορικώς ανάμεσά τους. Υπάρχει ένα δίκτυο από δύσβατους χωματόδρομους που διασχίζουν τη ζούγκλα και συνδέουν τις δυο πόλεις, αλλά ελάχιστοι ξένοι ταξιδιώτες τους έχουν δοκιμάσει. Ακόμη λιγότεροι έχουν φτάσει στον προορισμό τους με το όχημά τους σε λειτουργία…
Ο
Άκης Τεμπερίδης κι η Βούλα Νέτου είχαν βάλει το Land Rover τους σε αεροπλάνο για να το μεταφέρουν απ’ τη μια μεγαλούπολη στην άλλη και πολύ καλά έκαναν, αφού για ένα τετράτροχο η διαδρομή είναι σχεδόν απροσπέλαστη. Για του λόγου το αληθές, μπορείτε να δείτε πώς καταστράφηκε ένα
Land Cruiser μετά από 39 μέρες σ’ αυτήν τη διαδρομή… Κάποιοι Κονγκολέζοι φορτηγατζήδες που οδηγούν ανάμεσα στις δυο πόλεις, χρειάζονται γύρω στους τρεις μήνες για να ολοκληρώσουν τη διαδρομή, αν δεν αντιμετωπίσουν σοβαρή βλάβη στ’ όχημά τους.
Σε κάποια σημεία το τοπίο ήταν μαγευτικό…
Ευτυχώς, η διαδρομή δεν είναι το ίδιο δύσβατη για μια μοτοσυκλέτα. Μερικοί μοτοσυκλετιστές που την έχουν δοκιμάσει, την ολοκλήρωσαν σε μόλις δυο ‘βδομάδες. Ωστόσο, η διαδρομή αυτή έδειξε τα δόντια της στο
Στέργιο και τους δυο μοτοσυκλετιστές φίλους του. Από τις πρώτες κιόλας μέρες, εγκατέλειψε ο Γάλλος με τη BMW F800 GS λόγω καμένου συμπλέκτη. Την επόμενη μέρα εγκατέλειψε κι ο Στέργιος με τη Vespa του για τον ίδιο λόγο. Τελικά, καβαλάρης στον προορισμό του έφτασε, μετά από κάποιες βλάβες, μόνο ο Steven μ’ ένα Yamaha XT 125, που προφανώς ήταν το ελαφρύτερο και καταλληλότερο μηχανάκι γι’ αυτήν τη διαδρομή.
Αφού έκανα ένα service στα δυο μας Honda XR 250 κι έλεγξα όλες τις βίδες που πιθανόν να είχαν χαλαρώσει από την εκτεταμένη εκτός δρόμου οδήγηση, αφήσαμε πίσω μας τα παρανοϊκά μποτιλιαρίσματα της πρωτεύουσας. Τα πρώτα 622 χιλιόμετρα ήταν σε άσφαλτο. Από ‘κει και πέρα, όμως, ξεκινούσε το δυσκολότερο κομμάτι της διαδρομής…
Τα φίλτρα αέρος τα βάλαμε μέσα σε καλσόν, που κρατούσε το πολύ χώμα κι έτσι μπορούσαμε να τα καθαρίζουμε εύκολα στη μέση της ζούγκλας! Μια καταπληκτική ιδέα του μηχανικού μας: του Δημήτρη Κατηγιάννη απ’ το NRG.
Η Χριστίνα αντίκρισε ξανά το στοιχείο που μισεί περισσότερο: την άμμο! Στη Σαχάρα είχε κάνει μια αρκετά εκτεταμένη προπόνηση εκατοντάδων χιλιομέτρων, αλλά εκεί δεν ήταν τόσο δύσκολη η οδήγηση, αφού δεν υπήρχαν ροδιές, οπότε μπορούσαμε ν’ αυξήσουμε την ταχύτητά μας και να κινούμαστε άνετα. Ο δρόμος προς την Tshikapa, όμως, ήταν γεμάτος ροδιές από τα φορτηγά, οι οποίες ήταν τόσο βαθιές, που χτυπούσαν οι βαλίτσες μου στα τοιχώματα. Εκείνες τις μέρες πέφταμε γύρω στις πέντε φορές ο καθένας μας. Όπως ήταν αναμενόμενο, η Χριστίνα ζοριζόταν ιδιαίτερα και σε κάποια κομμάτια έπρεπε να παίρνω εγώ τη μοτοσυκλέτα της. Αυτή ήταν κι η συμφωνία άλλωστε: εγώ τους χωματόδρομους κι η Χριστίνα τους μπάτσους
Το στοιχείο που μισεί η Χριστίνα: άμμος και μάλιστα με βαθιές ροδιές…
Τα πράγματα δεν ήταν ευκολότερα για ‘μένα, αφού στη δική μου μοτοσυκλέτα κουβαλώ το μεγαλύτερο μέρος του φορτίου μας. Για κανέναν δεν είναι εύκολο να ισορροπεί 220 κιλά σε τόσο δύσβατα εδάφη… Εκείνες τις μέρες μέχρι να βραδιάσει πάνω από 70 χιλιόμετρα δε μπορούσαμε να καλύψουμε. Το σημαντικότερο εκεί ήταν να βρίσκουμε τα μονοπάτια τα οποία χρησιμοποιούν οι ντόπιοι που κουβαλούν τεράστια φορτία πάνω σε ποδήλατα. Είναι τόσο βαριά φορτωμένα, που κανείς δεν τα καβαλά. Συνήθως τα σπρώχνουν δύο ή τρία άτομα. Έτσι μεταφέρονται τα περισσότερα προϊόντα στις πόλεις και τα χωριά που βρίσκονται μέσα στη ζούγκλα και γι’ αυτό το κόστος τους είναι υπερβολικό. Υπάρχει παντού βενζίνη σε μπετόνια, αλλά πωλείται από 1,7 έως 3 ευρώ ανά λίτρο!
Από την πρώτη κιόλας μέρα, είδα κάτι απίστευτο στη μοτοσυκλέτα μου: είχε ραγίσει η βάση της μπροστινής ρόδας! Αναγκαστικά, την έβαλα στη μοτοσυκλέτα της Χριστίνας, που κουβαλά πολύ λιγότερο βάρος κι ευχόμουν να μη σπάσει ολοκληρωτικά…
Την τρίτη μέρα που παιδευόμασταν μέσα σ’ αυτό το χάος, συναντήσαμε τρεις ντόπιους μοτοσυκλετιστές, οι οποίοι μας πρότειναν να συνεχίσουμε όλοι μαζί μέχρι την Tshikapa. Στα πρώτα πέντε λεπτά η Χριστίνα έπεσε σ’ ένα βαθύ νεροφάγωμα και σκεφτόμουν πως προφανώς οι άλλοι θα βαρεθούν να μας περιμένουν και θα μας αφήσουν. Περιέργως, αφού έβγαλαν τη μοτοσυκλέτα μέσα απ’ το χαντάκι, η Χριστίνα οδηγούσε όλη την ομάδα και μάλιστα με ρυθμούς εντουρά! Δεν την είχα ξαναδεί να οδηγεί έτσι στα μονοπάτια και δε μπορούσα να πιστέψω στα μάτια μου! Μέχρι και τετάρτη βάζαμε και πλαγιάζαμε τα XR πάνω σε στενά μονοπάτια. Ήταν από τα κομμάτια της διαδρομής που το απόλαυσα οδηγικά…
Το πιο όμορφο μέρος όπου κατασκηνώσαμε στη διαδρομή… Μια ώρα καθίσαμε στο δροσερό νεράκι του ποταμού!
Είχαμε γίνει μια πολύ καλή ομάδα και συνεργαζόμασταν άψογα. Ένας από τους ντόπιους πήγε μπροστά για να μας δείχνει τα μονοπάτια, ακολουθούσε η Χριστίνα, την οποία έπρεπε να βοηθούμε όταν έπεφτε, ενώ εγώ έκανα τη σκούπα και βοηθούσα τους ντόπιους που κολλούσαν στην άμμο με τα κινέζικα μηχανάκια τους. Είχαμε πολύ καλό ρυθμό και καταφέραμε να καλύψουμε 110 χιλιόμετρα εκείνη τη μέρα, φτάνοντας στην Tshikapa, την πρώτη πόλη που συναντούσαμε.
Πολλά κομμάτια της διαδρομής είναι σχεδόν απροσπέλαστα για τα τετράτροχα.
Σε κάποιο μπλόκο της αστυνομίας, η Χριστίνα έκανε τα μαγικά της και μας άφησαν ήσυχους χωρίς να βγάλουμε το πορτοφόλι απ’ την τσέπη μας. Για τους φίλους μας, όμως, δεν ήταν τόσο εύκολα τα πράγματα… Ένας μπάτσος έλυσε τα μπαγκάζια από τη μια μοτοσυκλέτα και πήρε ανενόχλητος ένα μπουφάν που βρήκε, ενώ ο ιδιοκτήτης του κοιτούσε τη σκηνή ανήμπορος ν’ αντιδράσει κι εγώ προσπαθούσα να χωνέψω αυτό που έβλεπαν τα μάτια μου… Οι ντόπιοι αντιμετωπίζουν τόσο σκληρή βία από τις αρχές αυτού του τόπου, που δυστυχώς ζουν με τον τρόμο και κανείς δεν τολμά να μιλήσει. Όλοι τους γνωρίζουν πως οι αστυνομικοί κι οι στρατιωτικοί αυτής της χώρας είναι νόμιμοι, ένοπλοι εγκληματίες.
Στο σπίτι του ξαδέρφου των τριών ντόπιων μοτοσυκλετιστών με τους οποίους ταξιδέψαμε για μια μέρα!
Φτάνοντας στην Tshikapa οι φίλοι μας κατευθείαν μας οδήγησαν στο σπίτι ενός ξαδέρφου τους, για να κοιμηθούμε όλοι μαζί εκεί. Οι συγγενείς τους χαίρονταν πολύ που τους ξανάβλεπαν μετά από ένα τόσο μακρινό ταξίδι κι οι γυναίκες άναψαν αμέσως τα κάρβουνα για να ξεκινήσουν το μαγείρεμα. Σ’ αυτές τις χώρες σχεδόν κάθε μέρα φτιάχνουν μπάλες από ζυμάρι, που συνήθως είναι από κασάβα ή καλαμπόκι. Τις συνοδεύουν με σάλτσες από βραστά χόρτα και φύλλα, ίσως ψάρι ή, αν το επιτρέπουν τα οικονομικά, κρέας. Μας έφεραν έναν κουβά νερό, για να βγάλουμε από πάνω μας τον ιδρώτα και το χώμα που είχε κολλήσει όλες αυτές τις μέρες κι ύστερα μας έστρωσαν ένα κομμάτι αφρολέξ στο πάτωμα για να κοιμηθούμε…
- See more at:
http://madnomad.gr/main/drc1/#sthash.uVQM6IBd.dpuf